ΑΠ 1278/2010
Κατά το άρθρο 96 παρ. 5 ΝΔ & άρθρο 92 παρ. 3 3026/1954 (Κώδικας Δικηγόρων), η συμφωνία που εξαρτά την αμοιβή του δικηγόρου από την έκβαση της δίκης, τότε μόνο ισχύει, όταν ο δικηγόρος ανέλαβε την υποχρέωση να διεξαγάγει τη δίκη μέχρι τελεσιδικίας, χωρίς σε περίπτωση αποτυχίας να λάβει κάποια αμοιβή.
Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 4 του ίδιου άρθρου συνάγεται, ότι η αμοιβή του δικηγόρου που έχει συμφωνηθεί από την έκβαση της δίκης προϋποθέτει ότι η δίκη θα κερδηθεί τελεσιδίκως και συνεπώς ζήτημα αμοιβής του δικηγόρου τότε μόνο δύναται να ανακύψει όταν κερδηθεί τελεσιδίκως η δίκη. Η περί εργολαβίας της δίκης ως άνω συμφωνία εξακολουθεί να υπάρχει και να ισχύει μέχρι περατώσεως τελεσιδίκως της δίκης, εκτός εάν καταργηθεί με νεότερη αντίθετη συμφωνία, η οποία μπορεί να γίνει ατύπως και σιωπηρώς. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 170 του ίδιου κώδικα, αν έχει συμφωνηθεί αμοιβή και ανακληθεί αδικαιολόγητα η εντολή προς τον δικηγόρο, ο εντολέας υποχρεούται να εκτελέσει αμέσως όλες τις υποχρεώσεις του από τη συμφωνία.
Συνεπώς, σε περίπτωση εργολαβίας δίκης, στην οποία υπάρχει συμφωνία περί αμοιβής, αν η εντολή προς τον δικηγόρο ανακληθεί αδικαιολόγητα, ο τελευταίος δικαιούται τη συμφωνημένη αμοιβή υπό την προϋπόθεση ότι, αν δεν μεσολαβούσε η ανάκληση της εντολής, θα διεξήγε επιτυχώς τη δίκη στην οποία αφορούσε η εντολή με βέβαιη κατάληξη την έκδοση ευνοϊκής για τον εντολέα του τελεσίδικης απόφασης. Η κρίση περί αυτού του δικαστηρίου της ουσίας είναι νομική, διότι σχηματίζεται από τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ανέλεγκτα έγιναν δεκτά από αυτό, με βάση α) γενικότερα κριτήρια αξίας, που αντλούνται από τις εκάστοτε κρατούσες αντιλήψεις πολιτισμού και β) τους κανόνες της κοινής πείρας και συνεπώς, ελέγχεται αναιρετικά για ευθεία ή εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου.
ΕΙΡ. ΑΘΗΝΩΝ 638/2009 ΕΡΓΟΛΑΒΙΚΗ ΑΜΟΙΒΗ. ΚΑΤΩΤΕΡΑ ΟΡΙΑ ΕΠΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ (ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗ).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 201 και 207 του Ακ, και 92 παρ.3 και 4 και 95 παρ.1 και 2 του Κώδικα Δικηγόρων είναι νόμιμη η συμφωνία μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του, που θα εξαρτά την αμοιβή από την έκβαση της δίκης ή από το αποτέλεσμα της εργασίας, καθώς και η συμφωνία για αμοιβή µε εκχώρηση ή μεταβίβαση μέρους του αντικειμένου της δίκης ή της εργασίας, εφόσον τηρηθούν οι επιβαλλόμενες από το νόμο διατυπώσεις, (ανώτατο όριο ποσοστού, µη καταβολή αμοιβής σε περίπτωση αποτυχίας, γραπτή συμφωνία, γνωστοποίηση στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο) δεσμεύουσα βέβαια ως γνήσια αμφοτεροβαρής σύμβαση τα συμβαλλόμενα μέρη, ενώ τα ίδια αυτά ισχύουν σε περίπτωση, που η υπόθεση λυθεί συμβιβαστικά ή ακόμη και µε νομοθετική ρύθμιση, οπότε η αμοιβή αφορά το ποσό του συμβιβασμού ή της νομοθετικής ρύθμισης. Σύμφωνα µε το άρθρο 92 παρ. 1 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.3026/1954), όπως τροποποιήθηκε, τα της αμοιβής του δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίας μετά του εντολέως αυτού ή του αντιπροσώπου του, περιλαμβάνουσα είτε την όλη διεξαγωγή της δίκης, είτε μέρος, είτε κατ’ ιδίαν πράξεις αυτής, ή άλλης πάσης φύσεως νομικάς εργασίας, εν ουδεμία περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν άρθροις 98 και επόμενα ελαχίστων ορίων αυτής. Πάσα συμφωνία περί λήψεως μικροτέρας αμοιβής είναι άκυρος ανεξαρτήτως χρόνου συνάψεώς της. Εξ άλλου στην παρ. 1 εδ. α του άρθρου 100 του Κώδικα περί Δικηγόρων ορίζεται ότι το ελάχιστο όριο της αμοιβής για τη σύνταξη κυρίας αγωγής ορίζεται εις ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής. Στην παρ. δε 3 του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι εάν το αίτημα της αγωγής είναι περιοδικαί παροχαί ή πρόσοδοι απροσδιορίστου χρόνου, το όριο τούτο καθορίζεται κατά τα άνω επί τη βάση του δεκαπλού της ενιαύσιας παροχής ή προσόδου. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών κρίσιμος χρόνος για τη θεμελίωση του δικαιώματος του δικηγόρου για την απόληψη αμοιβής από τη σύνταξη της αγωγής λαμβάνεται εκείνος της παροχής της σχετικής υπηρεσίας του, αφότου και παράγεται η σχετική αξίωσή του, ανεξαρτήτως αν μετά τη σύνταξή και την άσκηση της αγωγής ματαιωθεί οριστικά η εκδίκασή της. Η εντολή για την άσκηση της αγωγής έχει ολοκληρωθεί δια καταθέσεως του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου εις το οποίο απευθύνεται και επιδόσεως αντιγράφου αυτής προς τον εναγόμενο. [άρθρο 215 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.]. Συνεπώς το δικαίωμα αμοιβής για την άσκηση αγωγής είναι αποσυνδεδεμένο µε την εκδίκασή της και το αποτέλεσμά της. Εάν αίτημα της αγωγής είναι η επιδίκαση απαιτητών περιοδικών παροχών, ήτοι παροχών, οι οποίες ανεξάρτητα του αν απορρέουν από σύμβαση ή από αδίκημα ή απ’ ευθείας από το νόμο, έχουν εκ των προτέρων καθορισμένο περιεχόμενο επαναλαμβάνονται σε καθορισμένα χρονικά διαστήματα και δεν διατελούν ως προς τη γένεση και ύπαρξή τους από αίρεση, αλλά καθίστανται απαιτητές µε μόνη την παρέλευση του αναγκαίου χρόνου που έχει ταχθεί από το νόμο ή τη βούληση των συμβαλλομένων η αμοιβή του δικηγόρου, που συνέταξε και κατέθεσε την αγωγή υπολογίζεται στο δεκαπλάσιο της ενιαύσιας παροχής εφόσον: α) οι περιοδικές παροχές πηγάζουν από έννομη σχέση µε βάση την οποία ο εναγόμενος υποχρεούται την καταβολή περιοδικών παροχών απροσδιορίστου χρόνου και β) µε την αγωγή ζητείται η διάγνωση της έννομης σχέσης από την οποία πηγάζουν οι περιοδικές παροχές, ως αμφισβητούμενης αυτής. [ΑΠ 832/1990 εεv 1991, 265, ΑΠ 285/1988 ΕΕΝ 56, 145, ΑΠ 1713/1985 ΝοΒ 34, 1004, ΑΠ 324/1981 ΝοΒ 24, 1521, ΕφΑθ 7527/1986, ΕλλΔικ 27,1494, Εφ Αθ 8485/1997 ΕΕργΔ 1998,785].
Ο ισχυρισμός της εναγόμενης ότι το αιτητικό της κατατεθείσας από τον ενάγοντα, για λογαριασμό της, αγωγής κατά του Ελληνικού Δημοσίου, δεν περιέχει ως αίτημα την καταβολή εκ των προτέρων προσδιορισμένων, ληξιπρόθεσμων απαιτητών παροχών, καθ ‘όσον δεν προσδιορίζονται τα τυπικά προσόντα, η προϋπηρεσία και το μισθολογικό κλιμάκιο της εναγόμενης και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα, µε συνέπεια να µην είναι εφαρμοστέο το άρθρο.100 παρ.3 του Κώδικα δικηγόρων δεν είναι βάσιμος. Τούτο δε διότι από τη διατύπωση του άρθρου 100 παρ.3 δεν προκύπτει ότι για την εφαρμογή του, απαιτούνται παροχές προσδιορισμένες µε την έννοια του αριθμητικού προσδιορισμού και του συγκεκριμένου ποσού, αφού µε την ένταξη στο αντίστοιχο μισθολογικό κλιμάκιο η παροχή καθίσταται συγκεκριμένη και απομένει απλώς να προσδιοριστεί µε μαθηματικό υπολογισμό το ακριβές ύψος της (ΑΠ 819/2006, 421/2007).