Την νύχτα της 16ης με 17η Ιουνίου τα βουλγαρικά στρατεύματα, χωρίς να κηρύξουν τον πόλεμο, επιτίθενται κατά των ΕΛΛΗΝΩΝ και των ΣΕΡΒΩΝ. Αρπάζουν τη Γευγελή για να μην μπορεί ο ελληνικός στρατός να έρθει σε επικοινωνία με τον σερβικό. Όμως επειδή δεν μπορούν να εκτοπίσουν τους Σέρβους πέραν του Αξιού, εγκαθίστανται υποχρεωτικά στα υψώματα στη γραμμή ΚΙΛΚΙΣ-ΛΑΧΑΝΑ. Το σημείο αυτό είναι ιδανικό γιατί το έδαφος είναι εντελώς ακάλυπτο και το πυροβολικό έχει πολύ καλή επόπτευση του χώρου. Οι Βούλγαροι παρέταξαν 32 Τάγματα Πεζικού, 1 Σύνταγμα Ιππικού και 62 πυροβόλα. Η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού, ανερχόταν σε 73 Τάγματα Πεζικού, 33 Πεδινές Πυροβολαρχίες, 9 Ορειβατικές, 8 Ίλες και 8 Ημιλαρχίες. Την νύκτα της 19ης Ιουνίου 1913, τέσσερις (4) Ελληνικές Μεραρχίες ( 2η – 3η – 4η – 5η ) και η Ταξιαρχία Ιππικού κινούνται με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Κιλκίς. Οι μάχες είναι σφοδρές και πολλές γίνονται σώμα με σώμα, όταν οι Έλληνες στρατιώτες καταφέρνουν και εισχωρούν στις αμυντικές γραμμές των Βουλγάρων. Η 1η Μεραρχία, υπο τον στρατηγό Μανουσογιαννάκη, προχώρησε γρήγορα προς τις νότιες οχυρώσεις του εχθρού και κατέλαβε 6 κανόνια. Στις 20 Ιουνίου η μάχη ήταν αμφίρροπη, γιατί υπήρχε μεγάλη αντίσταση από τους Βουλγάρους και το Ελληνικό πεζικό έπρεπε να τους βγάζει με τις λόγχες από τα χαρακώματα. Το Γενικό Στρατηγείο έδωσε διαταγή να κυριεύσουν το ΚΙΛΚΙΣ «πάση θυσία» πρίν σκοτεινιάσει


Οι απώλειες κατά την μεγάλη αυτή μάχη ήταν για τον ελληνικό στρατό περίπου 10.000 νεκροί και τραυματίες. Οι Βούλγαροι είχαν 3 αμυντικές γραμμές, οι οποίες αντιμετώπισαν με σφοδρότητα τις ελληνικές επιθέσεις, ενώ είναι χαρακτηριστικό  ότι κατά την διάρκεια των μαχών βρήκαν τον θάνατο 10 Διοικητές μονάδων (Καμάρας, Καμπάνης, Παπακυριαζῆς, Κορομηλᾶς, Καραγιαννόπουλος, Διαλέτης, Κουτήφορης, Κατσιμήδης, Χατζόπουλος, Ἰατρίδης). Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του υιού τού Καμπάνη, ο οποίος υπηρετούσε στην μονάδα τού πατέρα του ως απλός στρατιώτης, όταν τον κάλεσαν να δώσει τον τελευταίο ασπασμό: «Μπῆκα στή σκηνή καί πάνω σ’ ἕνα φορεῖο είδα τόν πατέρα. Εἶχε τά μάτια ἀνοιχτά. Τό πρόσωπο γελαστό καί εὐχαριστημένο. Μόνο τό στῆθος του ἦταν γεμάτο τρύπες. Στά χέρια του φοροῦσε γάντια καλοκαιρινά χακί, ἀλλά ὅπως ἦταν σκισμένα καί κρεμασμένα, κατάλαβα ὅτι εἶχαν κοπεῖ τά δάχτυλά του. Ἀργότερα, ὅταν εἶδα τά κιάλια του, πού ἦταν καί αὐτά γεμάτα βλήματα, ἀντελήφθηκα πώς ἡ ὀβίδα εἶχε σκάσει τήν ὥρα πού τά σήκωνε, γιά νά παρατηρήσει τίς ἐχθρικές θέσεις. Τό θέαμα γιά μένα ἦταν τραγικό, ἀλλά μεγαλύτερη ἀκόμη συγκίνηση μοῦ προξένησαν οἱ ἑκατοντάδες τραυματίες τοῦ Συντάγματός του, πού περνοῦσαν καί τόν ἀσπάζονταν κλαίγοντας. Ἄκουσα μερικούς νά λένε: «Ἦταν αὐστηρός, ἀλλά δίκαιος καί ἀγαποῦσε τούς ἄνδρες του». Νομίζω πώς ὁ ἐπικήδειος αὐτός, ἄν μποροῦσε νά τόν ἀκούσει, θά τόν εἶχε ἀπολύτως ἱκανοποιήσει. Γιατί πραγματικά πρόσεχε ξεχωριστά τους ἄνδρες του, καί γιά νά προστατεύσει τή ζωή τούς εἶχε σκοτωθεῖ ὁ ἴδιος».

Ο Αντιστράτηγος και Διοικητής της Β’ Στρατιάς Νικόλαος Ιβάνωφ έγραψε για την μάχη: «Ὅλα τά εἶχα προβλέψει, τά εἶχα σκεφθεῖ, ὅλα ἐκτός ἀπό τήν τρέλλα τῶν Ἑλλήνων». Για πάρα πολλά χρόνια, οι κάτοικοι του απελευθερωμένου ΚΙΛΚΙΣ έσκαβαν στις αυλές τους και έβρισκαν προσωπικά αντικείμενα των πολεμιστών, στα χωράφια δε ήταν σύνηθες φαινόμενο κατά το όργωμα, να βρίσκουν τα ιερά κόκκαλα των μαχητών. Γράφει ο Σ. Λίβας, την δεκαετία του 30’: «Ἕνα ἀπέραντο «Ἐθνικό Νεκροταφεῖο», πού κρύβει στά σπλάχνα τοῦ τά κορμιά χιλιάδων παλληκαριῶν, εἶναι ὁ τόπος μας. Καί πάνω στά κορμιά αὐτά στήθηκαν τά θεμέλια αὐτῆς τῆς πόλης. Καί τό σιτάρι πού φτιάχνει τό ψωμί μας, θεριεύει καί μεστώνει ρουφώντας ἀπό τή γῆ αἷμα ἀντί για νερό. Κάθε λόφος γύρω μας κι ἕνας «κρανίου τόπος». Κάθε χωράφι κι ἕνας «ἀγρός αἵματος» για νά χρησιμοποιήσω τοῦ χαρακτηρισμούς τοῦ Εὐαγγελίου πού τόσο ταιριάζουν στήν περίπτωση».

Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω ένα ματωμένο γράμμα ενός στρατιώτη, ο οποίος δεν πρόλαβε να το στείλει εις την αγαπημένη του και καταδεικνύει την μαχητικότητα, την ανδρεία του Έλληνα που συνεχίζει την κληρονομιά των προγόνων του από τις Θερμοπύλες, το 1821 και, αργότερα, το έπος του 1940. Ας αναλογιστούμε εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες τι χρέος έχουμε σε αυτούς τους ήρωες και τι στα παιδιά μας!

«Ἦνε τόρα δυό μέρες Ἀγαπημένη μου Βασιληκούλα, πού κάμωμε πόλεμο μέ αὐτά τά παληόσκυλα• μᾶς βαροῦνε πολί μί οὐβίδες• χαθήκανε πουλᾶ πεδιά θκάμας• πάγ κι’ ἡ Γιανς μας τὸν πῆρε οὐβίδα τοῦ κεφάλτ. Τόρα περιμένομ σέ μιά ρεματιά νά ξαπουστάσουμ λιγουλάκι κι σί γράφο. Βασιληκούλα σί χάνο γιά τή Πατρίδα• αὐτό τό χουριό πού θέλουμ νά πάρουμ τού λέν Κιλκίδα κέ λέν πὼς τό μουσχάρη θά πλέξ στό ἔμα• ἔχο ἕνα ἔστημα πώς κεγῶ θά πάγο νά φάγο κούμαρα νά βρό τόν παπούλημ ἀλά νά μή κλάψσ Βασιληκούλαμ• ἅμα ἦνε γιά τί Πατρίδα δάκρια δέν ἐχ’ κλάματα μοναχά γιά ὅσοι ψοφοῦν στό στρόμα• θημᾶμε τί ἔλεγε κι Μῆτρος τοῦ Παπούλ γιά τσεγναίκες τό παλιό κερό στή Σπάρτ: ἡ τάς ἡ ἐπιτᾶς. Κλάματα δέ θέλο• ντροπῆς πράματα νά σκοῦζτε γιά μᾶς ἐδό τσβουλγαροχτόν, ἐγκδιτάδες ντίπ κι γιά οὖλες τσατιμίες πού πράξαν σταδέλφια μας Μακεδόνοι. Μόνο ἕνα κερί στήν ἅγια Παρασκεβί φτάνι• γιά διαθήκ ἴνε τά πεδάκιά μας• ἅμα μιγαλόσν νά πᾶν κιφτά στόν πόλεμο, στή Πόλ μί τόν Βουλγαροχτόνο βασιληά μας νά μνιμονεύσν τόν τάφουν μί ἔμα. Σί φιλό Βασιληκούλαμ πολύ• γιά χαρά γιά τή Πατρίδα. Ἁπτό ρέμα Κιλκίδας Ἀντρέας».

Μεγαλειώδης ὕμνος ἀγωνιστού τῆς νέας μας ἐποποιίας. Ἀπό τό γράμμα αὐτό τοῦ ἁπλοϊκοῦ ὀρεσιβίου σπαρταρίζει θυσία τοῦ ἀθανάτου μαχητοῦ, ὅστις βαδίζει εἰς τόν θάνατον ὡς νυμφίος καί ἀπαγορεύει τά δάκρυα, ἐνθυμίζων τήν ἡρωικήν καρτερίαν τῶν Σπαρτιατίδων εἰς τήν ἁπλοϊκήν σύντροφον τῆς ζωῆς του» (πατήρ Δημήτριος Καλλήμαχος).

Μια πλήρη περιγραφή της μάχης και των συνθηκών στις οποίες αυτή διεξήχθη, μπορείτε να βρείτε στον ιστότοπο του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στην διεύθυνση: http://www.army.gr/default.php?pname=IstorikoMaxhsKilkis&;la=1

Ευάγγελος Κελμαλής

 

 

 

 

 

Διαδωστε τα νέα του Συνδέσμου