Ο Οβίδιος (Poplius Ovidius Naso) ανήκει στην πλειάδα των ρωμαίων ποιητών που εμφανίζεται κυρίως κατά τα χρόνια της αυτοκρατορίας του Αυγούστου, αλλά και μετά από αυτόν. Μαζί με τον κορυφαίο, τον οιονεί «εθνικό ποιητή» της Ρώμης, τον Βιργίλιο και τον Οράτιο (που εσχάτως είχαμε υποδειγματική έκδοση του έργου του με έμμετρη μετάφραση από τον συμφοιτητή μου, καθηγητή Δημ. Κουτρούμια) αποτελούν την τρίφωτη λυχνία της ρωμαϊκής ποιητικής λογοτεχνίας. Ο Οβίδιος γεννήθηκε στο Σούλμο της Ιταλίας περί το 43 π.Χ. Σπουδάζει και ακμάζει στη Ρώμη στα χρόνια του Αυγούστου, αλλά το 8 μ.Χ., σε ηλικία 51 ετών, εξορίζεται στην πόλη Τόμοι του Ευξείνου, τη σημερινή Κωνστάντζα.Ο Οβίδιος έχει συγγράψει πολλά έργα. Θα μνημονεύσουμε το Ars amandi (=τέχνη τού αγαπάν, ή ερωτεύεσθαι), το Remedia amorio (= φάρμακα κατά του έρωτος) και το παγκοσμίως γνωστό Metamorphoses (= μεταμορφώσεις) σε 15 βιβλία, που είναι η υψηλότερη ποιητική του πτήση. Μέσα στο έργο αυτό ο Οβίδιος συμπεριέλαβε το μέγιστον της αρχαίας μυθολογίας με το να φιλοτεχνήσει με μαεστρία 192 μεταμορφώσεις, δηλαδή «Σώματα που άλλαξαν τη θωριά τους».
Ο αγαπητός συνάδελφος Σασίτης ιατρός και λογοτέχνης κ.Θόδωρος Τσοχαλής ,στο εξαιρετικό δίτομο έργο “ΟΒΙΔΙΟΥ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ” (εκδόσεις ΙΑΝΟΣ) μετέφρασε τον Οβίδιο , εναν ποιητή του καιρού μας, όπου μέσα στην απελπισία και την οργή του για την επικείμενη εξορία του στις εσχατιές της Αυτοκρατορίας (στους Τόμους), έριξε τα χειρόγραφα του έργου του στη φωτιά. Το κείμενο, ωστόσο, είχε ήδη κυκλοφορήσει σε αντίτυπα ανάμεσα στους γνωστούς και στους φίλους του. Από το μακροσκελές αυτό, επικό ως προς την έκταση, αλλά αλεξανδρινό ως προς την τεχνοτροπία ποίημα, από αυτό το μυθολογικό πανόραμα, στο οποίο είναι συμπιλημένες και αριστοτεχνικά συνδεδεμένες 250 μυθικές ιστορίες, από το έργο, που για το Μεσαίωνα στάθηκε ένα μυθολογικό who is who, προέρχονται τα μεταφρασμένα βιβλία ΧΙΙ και ΧΙΙΙ, τα οποία συνιστούν την ενότητα των Τρωικών.
(“Οβιδίου Μεταμορφώσεις”, απόδοση στη νεοελληνική: Θεοδώρου Τσοχαλή, εκδόσεις του ιδίου, από όπου και οι εικόνες)
Αναφέρει μάλιστα, ο Π.Γ.Γεννάδιος (“Λεξικόν φυτολογικόν”) ότι έκτοτε (δηλ. μετά τη μεταμόρφωση του νέου) “το αειθαλές τούτον δένδρον, αφιερωθέν εις τον Πλούτωνα, κατέστη έμβλημα πένθους“, για αυτό και αναρτούσαν κλάδο του από τις θύρες “της οικίας εις ην έκειτο νεκρός”. “Κυπάρισσοι δ’ εφυτεύοντο παρά τους τάφους και τους ναούς και εις τα ιερά άλση (βλ.Παυσανίας)”, συνήθεια που διατηρείται μέχρι και σήμερα. Προσθέτει ότι το ξύλο του είναι “ευωδέστατον και ευέργαστον, ασαπές δε…” και εις τη “βαλσαμώδη οσμήν, τη μεγάλην διάρκειαν” και την αντοχή του ξύλου αυτού στις προσβολές των εντόμων πρέπει να αποδοθεί η “κατά προτίμησιν χρήσις αυτού παρ’αρχαίοις (Θουκυδίδης Β34) και ιδίως παρ’ Αιγυπτίοις προς κατασκευή φερέτρων.” Επιπλέον, οι αρχαίοι “την ρητίνην της κυπαρίσσου μετεχειρίζοντο εις την ταρίχευσιν των νεκρών, ως φάρμακα δε εχρησιμοποίουν τα φύλλα, τον φλοιόν και τους καρπούς”. Κάποτε, αναφέρει, υπήρχε τόσο μεγάλη ζήτηση του ξύλου αυτού για την κατασκευή φερέτρων στην Αίγυπτο, που το κυπαρίσσι καλλιεργούνταν συστηματικά στην Κρήτη και η παραγωγή του ξύλου ήταν τόσο επικερδής, ώστε τα κυπαρίσσια δίνονταν ως προίκα στις θυγατέρες, για αυτό και ονομαζόταν “το δένδρον τούτον υπό των Ρωμαίων “Προίξ θυγατρός”“!
Μα, φυσικά, το κυπαρίσσι δε θα μπορούσε να μην τραγουδιέται μέχρι και σήμερα απ’τον λαό μας καθώς, οι θεοί άκουσαν την ευχή του και διατήρησαν αθάνατη την ανάμνηση της λύπης του…
και κει που θάψανε τη νια εβγήκε καλαμιώνα,
λυγογυρίζει η καλαμιά, στρέφει το κυπαρίσσι
κι ένα πουλί κελαήδησε και σ’ άλλο το ξηγιόταν:
-Για δες τα κακόμοιρα, τα πολυαγαπημένα
σα δε φιλήθ’καν ζωντανά, φιλιόνται πεθαμένα.”
κι η τέντα η κατακόκκινη και κείνη μαύρη εγίνη,
το κυπαρίσσι το χρυσό έπεσε κι ετσακίστη,
το ασημοκάντηλο έσβησε το σπίτι δε φωτάει.”
και ποιος θα την γλεντήσει την ομορφάδα σου…”.
μικρό μικρό σου το’δωκα, μεγάλο φέρε μου το.
Μεγάλο σαν ψηλό βουνό, ίσιο σαν κυπαρίσσι
κι οι κλώνοι του ν’ απλώνονται, σ’ ανατολή και δύση.”
Όσο για την ετυμολογία του, η Άννα Τζιροπούλου (“Ο εν τη λέξει λόγος”) μας δίνει δύο πιθανές εκδοχές: Μία του Ευστάθιου: “κύει παρίσους η κυπάρισσος κλάδους” (“παρίσους κλάδους”, παρίσος εκ του παρά + ίσος) Και μία δεύτερη: “Είναι μέγα και υψηλόν δένδρον, εξ ου η κατάληξις -ιττος, -ισσος. Η ρίζα κυπ-, κυβ- (πρβλ. κύβη, κύπελλον), επειδή τα άρρενα άνθη αποτελούν ωοειδείς κεφαλίδας, και το σπέρμα καλύπτεται από καρπικά λέπια.”
Υ.Γ.1 Σύμφωνα με τη μυθολογία μας, Κυπάρισσος ήταν κι ο “υιός του Μινύαντος και αδελφός του Ορχομενού από του οποίου λέγεται ότι ωνομάσθη η εν Φωκίδι πόλις Κυπάρισσος, (Ευστάθιος)” (Λεξικό Νικολάου Λωρέντη)
Υ.Γ. 2 Ο Κώστας Μπαζαίος στο βιβλίο του για τα βοτάνια (“100 βότανα, 2000 θεραπείες”) συγκαταλέγει και το κυπαρίσσι! Μας πληροφορεί ότι το αφέψημα από τα πράσινα κυπαρισσόμηλα, χρησιμοποιούμενο με ξύδι, σταματάει την τριχόπτωση και σκουραίνει τα μαλλιά, το βάμμα κυπαρισσιού (30-60 σταγόνες) πριν τα γεύματα είναι πολύτιμο για τις αιμορροϊδες και τους κιρσούς, αλλά και κατά τη δυσμηνόρροια, τη μητροραγία, την εμμηνόπαυση. Το αιθέριο λάδι του πάνω στις μαξιλαροθήκες είναι αντισπασμωδικό σε κοκίτη και βήχα, τα καβουρντιμένα σαν καφές κυπαρισσόμηλα είναι αντιδιαρροϊκά και το ξύλο του κυπαρισσιού αν το βράσουμε και πιούμε το ζουμί του όταν έχουμε γρίπη είναι εφιδρωτικό.
Αλλά, ως ευώδες, είναι κι αποσμητικό, όταν πλένουμε με έκχυμα κυπαρισσόμηλων δύσοσμα πόδια. Επιπλέον αν βράσουμε μια χούφτα ροκανίδια σ’ένα λίτρο νερό και πλύνουμε το πρόσωπό μας, θα καθαρίσει βαθιά και θα λάμψει, ενώ αν ρίξουμε στη μπανιέρα νερό όπου βράσαμε κυπαρισσόμηλα θα νιώσουμε ευεξία. Τέλος, τα κλωνάρια των κυπαρισσιών διώχνουν τις μύγες και τα κουνούπια, έτσι σε κάποια σπίτια τα κρεμούν από τις στέγες. Το αιθέριο λάδι, αν και βγαίνει με απόσταξη, μας ενημερώνει ότι μπορούμε να το φτιάξουμε και ως εξής: “Σ’ένα μπουκάλι με φαρδύ στόμιο βάζουμε ελαιόλαδο, τεμαχισμένα κυπαρισσόμηλα μαζί με φύλλα και τρυφερά βλαστάρια και το αφήνουμε 20 μέρες στον ήλιο. Ύστερα μπορούμε να το χρησιμοποιούμε σε επαλείψεις για αντινευραλγικό και αντιρρευματικό.”
Πρόσφατα Σχόλια