Απόφαση Ε.Σ. Ολ. 46/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ


Σε περίπτωση που αυξάνεται ο βασικός μισθός των εν ενεργεία στρατιωτικών είτε απ’ ευθείας με την καθιέρωση νέων βασικών μισθών, είτε με ορισμένο χρηματικό ποσό, είτε με τη μορφή ποσοστιαίων αυξήσεων, είτε βάσει συντελεστή, είτε, τέλος, με τη μορφή μισθολογικών προαγωγών χωρίς ιδιαίτερη αξιολόγηση από τα αρμόδια συμβούλια κρίσης για τη χορήγηση αυτών αλλά με τη συνδρομή ορισμένων τυπικών αξιολογικών κριτηρίων, ο διαμορφούμενος με τους τρόπους αυτούς μισθός αποτελεί βασικό μισθό με την έννοια των διατάξεων των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 34 του Σ.Κ. Ο αυξημένος αυτός βασικός μισθός υπολογίζεται για την αναπροσαρμογή (αύξηση) της σύνταξης των στρατιωτικών που αποχώρησαν από την υπηρεσία πριν από την έναρξη της ισχύος των διατάξεων, οι οποίες τον διαμορφώνουν, χωρίς για την εφαρμογή (επέκταση) των διατάξεων αυτών στους τελευταίους να απαιτείται η έκδοση νόμου συνταξιοδοτικού χαρακτήρα κατά τους ορισμούς του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος, τούτο δε, διότι διατάξεις με το χαρακτήρα αυτό είναι οι των παρ. 3 και 5 του άρθρου 34 του Σ.Κ. Με τις ρυθμίσεις των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του ν. 2838/2000 και του άρθρου μόνου του π.δ. 53/1994, αυξάνεται (από 1.7.2000) ο βασικός μισθός όλων γενικά των βαθμών των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων με τη συμπλήρωση ορισμένου, για κάθε βαθμό, χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας. Ο τρόπος δε που επέλεξε ο νομοθέτης για να αυξήσει το βασικό μισθό των άνω αξιωματικών είναι αυτός της χορηγήσεως μισθολογικών προαγωγών χωρίς ιδιαίτερη αξιολόγηση των ουσιαστικών τους προσόντων από τα αρμόδια συμβούλια κρίσης, αλλά με μόνη τη συνδρομή ορισμένων τυπικών αξιολογικών κριτηρίων.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

   ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

   Αριθμός Απόφασης 46/2005

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Νοεμβρίου 2004, με την ακόλουθη σύνθεση Κωνσταντίνος Ρίζος, Πρόεδρος, Μιχαήλ Δημητρόπουλος, Χρήστος Χριστοφιλόπουλος, Γεώργιος – Σταύρος Κούρτης, Γεώργιος Σχοινιωτάκης, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Αντιπρόεδροι, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κώης (εισηγητής), Ιωάννης Μπαλαφούτης, Κωνσταντίνος Κανδρής, Αθανάσιος Φρύδας, Μαρία Ζαγκλιβερινού, Αντώνιος Τομαράς, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Φλωρεντία Καλδή, Διονύσιος Λασκαράτος, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου και Μαρία Αθανασοπούλου, Σύμβουλοι (ο Αντιπρόεδρος Νικόλαος Αγγελάρας και οι Σύμβουλοι Γεώργιος Κωνσταντάς, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη και Κωνσταντίνος Κωστόπουλος απουσίασαν δικαιολογημένα),

   Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Ανδρέας Καπερώνης, Επίτροπος της Επικρατείας, νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας Βασιλείου Χασαπογιάννη, που απουσίασε δικαιολογημένα,

   Γραμματέας: Γεώργιος Κομπολάκης, Επίτροπος, Προϊστάμενος της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

   Για να δικάσει την από 21 Απριλίου 2004 περί αναιρέσεως της 354/2003 οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικόλαου Καραγιώργη,

   κατά του Α.Τ. του Ι., κατοίκου Θεσσαλονίκης, Γ. Β. * (40 Εκκλησιές) Τ.Κ. 546 36, ο οποίος δεν παραστάθηκε.

   Με την 5262/01/7305/29.3.2002 πράξη του Διευθυντή της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία εκδόθηκε μετά την άσκηση (στις 24.9.2001) της έφεσης και λογίστηκε από το Τμήμα ότι συμπροσβάλλεται με αυτήν, απορρίφθηκε το αίτημα του αναιρεσιβλήτου για αναπροσαρμογή της σύνταξής του, με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις του ν. 2838/2000 και του π.δ. 53/1994 είναι διοικητικού περιεχομένου και αφορούν μισθολογικές προαγωγές των εν ενεργεία μόνο Αξιωματικών.

   Με την αναιρεσιβαλλόμενη 354/2003 απόφαση του ΙΙ Τμήματος έγινε δεκτή έφεση του ιδίου, εξαφανίσθηκε η προσβαλλόμενη πράξη και αναπέμφθηκε η υπόθεση στην 44η Δ/νση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους για να κριθεί σε πρώτο βαθμό επί της ουσίας η από 8.1.2001 αίτησή του για την κατ’ αναπροσαρμογή αύξηση της σύνταξής του βάσει των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2838/2000 και του άρθρου μόνου το π.δ. 53/1994.

   Με την αίτηση που κρίνεται ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος κατά τα κεφάλαια που έγινε αυτή δεκτή.

   Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :

   Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και

   Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με την παρουσία των δικαστών που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υπόθεσης, εκτός από τη Σύμβουλο Μαρία Ζαγκλιβερινού, που απουσίασε λόγω κωλύματος.

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

   Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

   Αποφάσισε τα εξής :

   Ι. Με την κρινόμενη αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 354/2003 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσιβλήτου στρατιωτικού συνταξιούχου, εξαφανίστηκε η 5262/01/7305/29.3.2002 πράξη του Διευθυντή της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και αναπέμφθηκε η υπόθεση στην ανωτέρω Διεύθυνση για να κριθεί σε πρώτο βαθμό επί της ουσίας η από 8.1.2001 αίτηση του αναιρεσιβλήτου για την κατ’ αναπροσαρμογή αύξηση της σύνταξής του βάσει των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 3 του ν. 2838/2000 και του άρθρου μόνον του π.δ. 53/1994. Ακολούθως, η κρινόμενη αίτηση, πρέπει να εξετασθεί κατά το παραδεκτό και το βάσιμο του προβαλλόμενου με αυτή λόγου, που αναφέρεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 2838/2000 σε συνδυασμό με το άρθρο 34 παρ. 3 και 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 166/2000) και τα άρθρα 73 παρ. 2 και 80 παρ. 1 του Συντάγματος, της ερημοδικίας του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος, αν και κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως κατά την ως άνω ορισθείσα δικάσιμο (βλ. από 21.9.2004 περί επιδόσεως κλήσεως έκθεση του υπαλλήλου του Δήμου Θεσσαλονίκης Χ. Χ.), δεν παρέστη κατ’ αυτήν, μη επηρεάζουσας την πρόοδο της δίκης (άρθρ. 27, 65 και 117 του π.δ. 1225/1981).

   ΙΙ. Στο άρθρο 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Σ.Κ., π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 166/2000) ορίζεται πλην άλλων και ότι «1. Ως μισθός με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη λαμβάνεται ποσοστό του μηνιαίου μισθού ενεργείας, που ορίζεται κάθε φορά από τις διατάξεις που ισχύουν και ανήκει στο βαθμό που έφερε και με τον οποίο εμισθοδοτείτο ο στρατιωτικός κατά την έξοδό του από την υπηρεσία… 2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου ως μισθός νοείται ο βασικός μισθός ενεργείας που ισχύει κάθε φορά για το βαθμό με τον οποίο εμισθοδοτείτο κατά την έξοδό του από την υπηρεσία μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας… 3. Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για το ύψος του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος των εν ενεργεία στρατιωτικών λαμβάνονται υπόψη και για τον καθορισμό του συντάξιμου μισθού που προβλέπεται από το άρθρο αυτό, ανεξάρτητα από το χρόνο τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών. 4. … 5. Σε περίπτωση που αυξάνεται ο βασικός μισθός της παραγράφου 2 ή το επίδομα χρόνου υπηρεσίας αυξάνονται ανάλογα και οι συντάξεις, κάθε δε άλλου είδους παροχές που καταβάλλονται στους εν ενεργεία υπαλλήλους, είτε με μορφή επιδόματος, είτε με μορφή εξόδων παράστασης, είτε με μορφή εξόδων κίνησης, είτε με οποιαδήποτε άλλη μορφή, ανεξάρτητα από τον τρόπο υπολογισμού τους, δεν αποτελούν αύξηση του βασικού αυτού μισθού και δε λαμβάνονται υπόψη για τον κανονισμό ή την αύξηση της σύνταξης, εκτός αν αυτό προβλέπεται από ειδική συνταξιοδοτική διάταξη». Από τις άνω διατάξεις συνάγεται ότι : α) ο μισθός με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη των στρατιωτικών απαρτίζεται από το μηνιαίο βασικό μισθό του βαθμού που έφερε και εμισθοδοτείτο ο στρατιωτικός κατά την έξοδό του από την υπηρεσία και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, όπως τα μεγέθη αυτά καθορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις β) ο βαθμός που έφερε και με τον οποίο εμισθοδοτείτο ο στρατιωτικός κατά την έξοδό του από την υπηρεσία αποτελεί το σταθερό στοιχείο που προσδιορίζει τον ληπτέο υπόψη μισθό με τον οποίο κανονίζεται ή αναπροσαρμόζεται η σύνταξή του γ) οποιαδήποτε νόμιμη μεταβολή (αυξητική ή μειωτική) στο ύψος του βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος των στρατιωτικών που βρίσκονται στην ενέργεια επηρεάζει ποσοτικά το συντάξιμο μισθό, κατ’ επέκταση δε και το ύψος της σύνταξής τους, έτσι ώστε, στρατιωτικοί που έχουν τον ίδιο βαθμό και τα ίδια έτη υπηρεσίας να λαμβάνουν το αυτό ποσό σύνταξης, ανεξάρτητα από το χρόνο τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας τους (πριν ή μετά από τη μισθολογική μεταβολή), με στοιχείο καθοριστικό, διαχρονικά, τις εκάστοτε συντάξιμες αποδοχές των εν ενεργεία συναδέλφων τους. Και ναι μεν η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του ν. 1813/1988, που προστέθηκε ως δεύτερο εδάφιο στην παράγραφο 1 του άρθρου 34 του Σ.Κ., ορίζει ότι «Για όσους κατά την έξοδό τους από την υπηρεσία παίρνουν μισθό που ανήκει σε ανώτερο βαθμό από αυτόν που κατέχουν, η σύνταξη κανονίζεται με βάση τον ανώτερο αυτό μισθό», πλην όμως με τη νεώτερη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του ν. 2512/1997, με την οποία αντικαταστάθηκε η παράγραφος 3 του άρθρου 34 του Σ.Κ., ο νομοθέτης για πρώτη φορά εκφράζει τη βούλησή του όπως οι εκάστοτε διατάξεις για το ύψος του βασικού μισθού λαμβάνονται υπόψη και για τον καθορισμό του συντάξιμου μισθού, ανεξάρτητα από το χρόνο (πριν ή μετά από την έναρξη ισχύος των διατάξεων αυτών) τερματισμού της συντάξιμης υπηρεσίας, χωρίς να τίθεται κανένας περιορισμός ως προς το προσδιοριστέο ύψος του βασικού μισθού. Εκ τούτων παρέπεται ότι, σε περίπτωση που αυξάνεται ο βασικός μισθός των εν ενεργεία στρατιωτικών είτε απ’ ευθείας με την καθιέρωση νέων βασικών μισθών, είτε με ορισμένο χρηματικό ποσό, είτε με τη μορφή ποσοστιαίων αυξήσεων, είτε βάσει συντελεστή, είτε, τέλος, με τη μορφή μισθολογικών προαγωγών χωρίς ιδιαίτερη αξιολόγηση από τα αρμόδια συμβούλια κρίσης για τη χορήγηση αυτών αλλά με τη συνδρομή ορισμένων τυπικών αξιολογικών κριτηρίων, ο διαμορφούμενος με τους τρόπους αυτούς μισθός αποτελεί βασικό μισθό με την έννοια των προσημειούμενων διατάξεων των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 34 του Σ.Κ. Είναι αδιάφορο κατά τις τελευταίες αυτές διατάξεις ο τρόπος που ο νομοθέτης επιλέγει για την αύξηση του βασικού μισθού των εν ενεργεία στρατιωτικών, αφού όλοι ανεξαιρέτως οι προαναφερόμενοι τρόποι έχοντες ως βάση αποκλειστικά και μόνο, και αυτό είναι το κρίσιμο, το βαθμό που κατέχουν οι στρατιωτικοί, αυτοί οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα, στην αύξηση του βασικού τους μισθού. Ο αυξημένος αυτός βασικός μισθός υπολογίζεται για την αναπροσαρμογή (αύξηση) της σύνταξης των στρατιωτικών που αποχώρησαν από την υπηρεσία πριν από την έναρξη της ισχύος των διατάξεων, οι οποίες τον διαμορφώνουν, χωρίς για την εφαρμογή (επέκταση) των διατάξεων αυτών στους τελευταίους να απαιτείται η έκδοση νόμου συνταξιοδοτικού χαρακτήρα κατά τους ορισμούς του άρθρου 73 παρ. 2 του Συντάγματος, τούτο δε, διότι διατάξεις με το χαρακτήρα αυτό είναι οι προαναφερθείσες των παρ. 3 και 5 του άρθρου 34 του Σ.Κ. (Πρακτ. Ολομ. Ε.Σ. 24ης Γεν. Συν. της 2.10.2002, βλ. όμως και μειοψηφία στην 984/2004 Απόφ. Της Ολομ. Ε.Σ.).

   ΙΙΙ. Με τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του ν. 2838/2000 «Ρύθμιση θεμάτων προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 179 Α’) προβλέπεται η χορήγηση μισθολογικών προαγωγών στους υπαξιωματικούς, ανθυπασπιστές και αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού και Πυροσβεστικού Σώματος. Ειδικότερα, όσον αφορά την κρινόμενη υπόθεση, στις παρ. 3 και 9 του άρθρου 6 ο νόμος 2838/2000 ορίζει ότι «3. Αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων, που προέρχονται από μονίμους υπαξιωματικούς …» προάγονται μισθολογικά και παρέχεται σε αυτούς ο βασικός μισθός του εν λόγω βαθμού, προσαυξανόμενος με τα πάσης φύσεως επιδόματα και λοιπές παροχές, πλην των ειδικά αναφερομένων στην παρ. 7, με τη συμπλήρωση συνολικής πραγματικής υπηρεσίας στο Σώμα, ως εξής: α. Ταγματάρχη, με τη συμπλήρωση είκοσι τριών (23) ετών. β. Αντισυνταγματάρχη, με τη συμπλήρωση είκοσι πέντε (25) ετών. γ. Συνταγματάρχη, οι Λοχαγοί που συμπληρώνουν τριάντα ένα (31) έτη πραγματικής συνολικής υπηρεσίας ή αποστρατεύονται λόγω ορίου ηλικίας, ένα μήνα πριν την αποστρατεία τους και οι Ταγματάρχες που συμπληρώνουν είκοσι εννέα (29) έτη πραγματικής συνολικής υπηρεσίας. δ. Συνταγματάρχη, οι Αξιωματικοί βαθμού Υπολοχαγού και άνω που αποστρατεύονται λόγω ορίου ηλικίας ή τριακονταπενταετίας, ένα μήνα πριν την αποστρατεία τους. 9. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.7.2000». Περαιτέρω, το άρθρο μόνο του π.δ. 53/1994 (ΦΕΚ Α’, 38), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 988/1979 (ΦΕΚ Α’, 258), ορίζει: «1. Ταγματάρχες του Στρατού Ξηράς … που δεν έχουν περαιτέρω βαθμολογική εξέλιξη και συμπληρώνουν το συνολικό χρόνο αξιωματικού (20 έτη) της υποπαραγράφου 1δ του άρθρου 1 του ν. 988/1979, στον οποίο υπολογίζεται ο χρόνος Ανθυπασπιστού και υπαξιωματικού, που αναγνωρίζεται ως χρόνος αξιωματικού, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 9 του ν.δ. 178/1969, όπως τροποποιήθηκε, συμπληρώθηκε μεταγενέστερα και ισχύει σήμερα, λαμβάνουν μισθολογική προαγωγή Συνταγματάρχου και Σμηνάρχου αντίστοιχα (…). 2. Η ισχύς του παρόντος διατάγματος αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (…)». Με τις ρυθμίσεις των παρατιθέμενων ως άνω διατάξεων αυξάνεται (από 1.7.2000) ο βασικός μισθός όλων γενικά των βαθμών των αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων με τη συμπλήρωση ορισμένου, για κάθε βαθμό, χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας. Ο τρόπος δε που επέλεξε ο νομοθέτης για να αυξήσει το βασικό μισθό των άνω αξιωματικών είναι αυτός της χορηγήσεως μισθολογικών προαγωγών χωρίς ιδιαίτερη αξιολόγηση των ουσιαστικών τους προσόντων από τα αρμόδια συμβούλια κρίσης, αλλά με μόνη τη συνδρομή ορισμένων τυπικών αξιολογικών κριτηρίων.

   ΙV. Στην υπό κρίση υπόθεση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το εκδόν αυτήν Τμήμα έκρινε ανελέγκτως ότι ο αναιρεσίβλητος κατατάχθηκε στο Στρατό Ξηράς στις 13.11.1959 ως εθελοντής στρατιώτης πενταετούς υποχρεώσεως και στις 14.11.1964 μονιμοποιήθηκε στο στράτευμα έχοντας το βαθμό του Λοχία Β’. Προήχθη στους βαθμούς του Λοχία Α’ στις 11.2.1966, του Αρχιλοχία στις 24.10.1969, του Ανθυπασπιστή στις 15.11.1974, του Ανθυπολοχαγού στις 1.7.1980, του Υπολοχαγού στις 8.7.1983 και του Λοχαγού στις 18.8.1987. Ακολούθως, με το από 13.6.1991 προεδρικό διάταγμα (ΦΕΚ 111/3.7.1991, τ. Γ’) αφενός προήχθη στο βαθμό του Ταγματάρχη κατ’ εκλογή και αφετέρου τέθηκε σε αποστρατεία ύστερα από αίτησή του. Με την 17566/23.9.1991 πράξη του Διευθυντή της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κανονίστηκε σ’ αυτόν σύνταξη, πληρωτέα από 18.10.1991, με βάση την από έτη 36, μήνες 8, ημέρες 5 συνολική συντάξιμη υπηρεσία του και το βασικό μισθό του βαθμού Αντισυνταγματάρχη, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές διατάξεις, προσαυξημένο με επίδομα χρόνου υπηρεσίας σε ποσοστό 60%. Με την από 8.1.2001 (πρωτ. 5262/12.1.2001) αίτησή του προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (όπως και με την μεταγενέστερη από 4.9.2001) ο αναιρεσίβλητος ζήτησε την αναπροσαρμογή της σύνταξής του με βάση το συντάξιμο μισθό του βαθμού Συνταγματάρχη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2838/2000 και του άρθρου μόνου του π.δ. 53/1994. Δεδομένου δε ότι ο αρμόδιος Διευθυντής Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους δεν απάντησε στην ως άνω (από 8.1.2001) αίτηση αυτού εντός τριμήνου από την υποβολή της, ο τελευταίος άσκησε κατά της σιωπηρής άρνησης του ανωτέρω συνταξιοδοτικού οργάνου την από 24.9.2001 έφεση αιτούμενος την ακύρωσή της. Στη συνέχεια και ενώ η έφεση παρέμενε εκκρεμής εκδόθηκε η 5262/01/7305/29.3.2002 πράξη του Διευθυντή της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία απορρίφθηκε και ρητά το προεκτεθέν αίτημα του εκκαλούντος για αναπροσαρμογή της σύνταξής του, με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2838/2000 και του άρθρου μόνου του π.δ. 53/1994, που ισχύουν από 1.7.2000 και 18.3.1994, αντίστοιχα, είναι διοικητικού περιεχομένου και αφορούν μισθολογικές προαγωγές των υπηρετούντων κατά τη δημοσίευσή τους στρατιωτικών, με συνέπεια να μην μπορούν να τύχουν εφαρμογής για όσους απομακρύνθηκαν από την ενεργό υπηρεσία πριν από την έναρξη της ισχύος τους. Πλην όμως και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, οι περί μισθολογικών προαγωγών του αναφερόμενου σ’ αυτές εν ενεργεία προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2838/2000 και του άρθρου μόνου του π.δ. 53/1994, στις οποίες ως εκ του βαθμού που έφερε κατά το χρόνο της αποστρατείας του (Ταγματάρχης) και της υπηρεσιακής του προέλευσης υπάγεται ο εκκαλών, τυγχάνουν εφαρμογής και στην κρινόμενη περίπτωση του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος είχε καταστεί στρατιωτικός συνταξιούχος πριν από την έναρξη της ισχύος των διατάξεων αυτών και συγκεκριμένα στις 18.10.1991, αφού κατά τα προεκτεθέντα καταλαμβάνουν και τους πριν από τις ημερομηνίες αυτές (1.7.2000 και 18.3.1994) καταστάντες στρατιωτικούς συνταξιούχους. Τα αυτά διαλαβούσα και η αναιρεσιβαλλομένη, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ως άνω διατάξεις, για εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των οποίων παραπονείται το αναιρεσείον, και αφού δέχθηκε την έφεση και ακύρωσε την δι’ αυτής προσβαλλόμενη πράξη του αρμόδιου Διευθυντή του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ανέπεμψε την υπόθεση στην αρμόδια Διεύθυνση αυτού για να κριθεί η υπόθεση στην ουσία της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του Δημοσίου.

   Για τους λόγους αυτούς

   Απορρίπτει την από 21 Απριλίου 2004 αίτηση αναιρέσεως του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 354/2003 αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου.

Διαδωστε τα νέα του Συνδέσμου