Η έννοια της Δικαιοσύνης, ακόμη και στον πόλεμο, αποτελεί ένα από τα υψηλότερα ιδανικά του ανθρώπου, τα οποία συναντούμε στην αρχαία ακόμη εποχή. Την εποχή αυτή, η δικαιοσύνη θεωρούνταν ότι αποδιδόταν από τις θεότητες που ήσαν υπεύθυνες γι’ αυτό το σκοπό. Πρώτη θεά της δικαιοσύνης φαίνεται να είναι η Θέμις, κόρη του τιτάνα Ουρανού και της αρχέγονης Γης, η οποία εμφανίζεται φέρουσα τις ζυγαριές της δικαιοσύνης. Κόρη του Δία και της Θέμιδας είναι η θεά Δίκη, η οποία αντίθετα από τη μητέρα της, είναι υπεύθυνη για την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Η θεά Μαάτ των Αιγυπτίων, κόρη του θεού του ήλιου Ρα, εμφανίζεται να φέρει ξίφος, όχι όμως ζυγαριά. Τέλος, η Justitia, η ρωμαϊκή θεά της δικαιοσύνης – που αποτελεί και το σύγχρονο πρότυπο αναπαράστασής της – εμφανιζόταν να φέρει ξίφος, ζυγαριά και μαντίλι που της δένει τα μάτια (τυφλή δικαιοσύνη).
Η ανάγκη για την απόδοση της ανθρώπινης δικαιοσύνης οδήγησε τις πολιτισμένες κοινωνίες να εγκαθιδρύσουν ανθρώπινα δικαστήρια (Άρειος Πάγος), τα οποία και απένειμαν τη δικαιοσύνη με βάση τους νόμους που ψηφίζονταν από την Εκκλησία του Δήμου και μετέπειτα Βουλή της κάθε πόλης. Ακόμη και στα μοναρχικά και δικτατορικά καθεστώτα, έγινε εμφανής η ανάγκη της απόδοσης της δικαιοσύνης όχι από την εκτελεστική εξουσία (το Βασιλιά ή το Δικτάτορα), αλλά από τους δικαστές. Αυτή είναι και η σημασία των ξεχωριστών (ανεξάρτητων) εξουσιών σε ένα Κράτος. Φτάνοντας στη σύγχρονη εποχή, κάθε ευνομούμενο και δημοκρατικό κράτος διαθέτει ένα υγιές, αμερόληπτο και ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα. Σε μια πολυδιάστατη μικρογραφία της κοινωνίας, όπως είναι ο Στρατός, όπου κυριαρχούν σχετικά αυστηρές διατάξεις αναφορικά με τη λειτουργία του, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ένας ξεχωριστός μηχανισμός απόδοσης της δικαιοσύνης, ο οποίος αποτελεί και ακρογωνιαίο λίθο της πειθαρχίας στο στράτευμα.
Η Στρατιωτική Δικαιοσύνη οργανώθηκε για πρώτη φορά επί εποχής Καποδίστρια, όταν συγκροτήθηκε ένα Διαρκές Στρατοδικείο στο Ναύπλιο. Στα 1860 συστήθηκαν ένα Αναθεωρητικό Δικαστήριο και άλλο ένα Διαρκές Στρατοδικείο στην Καρύταινα, ενώ στα 1864 η Γραμματεία επί των Στρατιωτικών (που ιδρύθηκε το 1829) μετονομάστηκε σε Υπουργείο Στρατιωτικών, με ένα από τα τμήματά της να είναι αυτό της Δικαιοσύνης. Το Τμήμα Στρατιωτικής Δικαιοσύνης καταργήθηκε το 1871, για να επανασυγκροτηθεί τον Ιούνιο του 1882. Με νόμο της 29ης Απριλίου 1880, η Δικαστική Υπηρεσία αποτελεί μια από τις «Γενικές Υπηρεσίες». Τον Απρίλιο του 1883 μέχρι και το 1886 λειτουργούσε και τρίτο Διαρκές Στρατοδικείο στη Λάρισα, ενώ για τις ανάγκες έκτισης των ποινών των στρατιωτικών ιδρύθηκαν οι Στρατιωτικές Φυλακές της Ακροναυπλίας (Νοέμβριος 1884) – στις οποίες εξέτιαν την ποινή τους όσοι καταδικάζονταν σε ποινές μεγαλύτερες των 3 μηνών – παράλληλα με τον 1ο και 2ο Πειθαρχικό Λόχο (Μάιος 1861 και Ιανουάριος 1881, αντίστοιχα) και τα διάφορα Φρουραρχεία (το 1863 υπήρχα τρία Μόνιμα στην Αθήνα, το Ναύπλιο και το Ρίο και μετέπειτα στην Κέρκυρα). Το 1882 στα τρία μόνιμα Φρουραρχεία προστέθηκαν αυτά της Λάρισας και της Άρτας.
Αρχικά, ο σκοπός της στρατιωτικής δικαιοσύνης ήταν η τιμωρία των απείθαρχων οπλιτών, με την υποχρέωσή τους σε πολύωρη εργασία (6-10 ώρες τη μέρα) σε έργα δημόσιας ωφελείας, συνεισφέροντας έτσι στην οικοδόμηση του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους. Με την αναδιοργάνωση του στρατεύματος το 1900 και την ψήφιση του «Περί προσωρινού οργανισμού του Στρατού», η Υπηρεσία Στρατιωτικής Δικαιοσύνης υπαγόταν απευθείας στον Υπουργό Στρατιωτικών, κι όχι στο Γενικό Διοικητή Στρατού. Η Δικαστική Υπηρεσία αναδιοργανώθηκε το 1904, με το νέο Οργανισμό του Στρατού, έκτη σε σειρά αρχαιότητας από τις Υπηρεσίες, οι οποίες δεν διακρίνονταν πλέον σε Γενικές και Ειδικές. Το Φεβρουάριο του 1910 επανέρχεται στις «Γενικές Υπηρεσίες», μαζί με το Φρουραρχείο Αθηνών. Η Διεύθυνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης συστάθηκε το Νοέμβριο του 1917, σε αντικατάσταση της μέχρι τότε Υπηρεσίας Στρατιωτικής Δικαιοσύνης. Η νέα Διεύθυνση υπαγόταν στο Γενικό Επιτελάρχη του Υπουργείου Στρατιωτικών και μετέπειτα στον Αρχηγό Στρατού.
Το 1923, με σειρά διαταγμάτων, ρυθμίστηκαν θέματα που αφορούσαν τον αριθμό και τη δικαιοδοσία των Στρατοδικείων, τα οποία κάλυπταν όλη την επικράτεια της Ελλάδας και διακρίνονταν σε Διαρκή και Έκτακτα, καθώς και το Ανώτατο Αναθεωρητικό Δικαστήριο. Επίσης, έγιναν πολλές τροποποιήσεις στη Στρατιωτική Ποινική Νομοθεσία και προβλέφθηκαν αυστηρότερες ποινές για διάφορα εγκλήματα, ενώ ρυθμίστηκε το θέμα των λιποτακτών και ανυπότακτων του πολέμου. Στα 1937, όταν αναδιοργανώθηκε το Γενικό Επιτελείο Στρατού, η Διεύθυνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης μετονομάστηκε σε Σώμα Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, έκτο σε σειρά αρχαιότητας.
Με το νέο Οργανισμό του Στρατού το 1939, προβλέφθηκε το Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών και τα Στρατοδικεία Αθηνών, Αλεξανδρούπολης, Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Καβάλας, Λάρισας και Πατρών, στις οποίες λειτούργησαν ταυτόχρονα και Στρατιωτικές Φυλακές. Με εξαίρεση το Στρατοδικείο Αθηνών, όλα τα άλλα καταργήθηκαν τον Ιούνιο του 1941. Μετά το πέρας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, στα τέλη του Μαΐου του 1945, μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο «Διάταξις Μάχης 1946», βάζοντας τις βάσεις για την αναδιοργάνωση του στρατεύματος. Το Σώμα Στρατιωτικής Δικαιοσύνης (μετέπειτα Δικαστικό Σώμα) βρίσκεται έβδομο σε αρχαιότητα, ενώ καθορίζονται η δικαιοδοσία των Στρατιωτικών Δικαστηρίων και ο Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας (ΣΠΚ), στον οποίο επήλθαν πολλές τροποποιήσεις, ανάμεσά τους και η ποινή του θανάτου για πολλά αδικήματα τα οποία πριν τιμωρούνταν με ελαφρότερες ποινές.
Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τα χαλεπά χρόνια 1946-1949, λόγω του εμφυλίου πολέμου και της ταραγμένης εσωτερικής κατάστασης, παρατηρήθηκε έντονη δραστηριότητα στον τομέα της επιβολής της έννομης τάξης, περιορίζοντας σημαντικά τις προσωπικές ελευθερίες. Έτσι, την εποχή αυτή εκδίδεται το περιώνυμο Γ’ Ψήφισμα, σύμφωνα με το οποίο λειτούργησαν πάνω από 30 Διαρκή και Έκτακτα Στρατοδικεία, τα οποία κάλυπταν γεωγραφικά ολόκληρη την Ελλάδα. Την ποινική δίωξη ασκούσαν οι Διοικητές των Σχηματισμών και στη δικαιοδοσία τους, πέραν από τα καθαρά στρατιωτικά ποινικά αδικήματα, υπάγονταν και τα αδικήματα των αυτουργών ή συνεργών τους που έθεταν σε κίνδυνο την κρατική ασφάλεια, τη δημόσια τάξη και την ειρήνη, ενώ η δικαιοδοσία τους εκτεινόταν ακόμη και σε μη στρατιωτικούς. Το πιο σκληρό απ’ αυτά θεωρείται το Στρατοδικείο της Λαμίας, για το οποίο έχει γραφτεί και βιβλίο (Βασίλη Λάζου – Το Έκτακτο Στρατοδικείο Λαμίας, 1946-1950).
Το 1950, όταν πλέον είχε αποκατασταθεί πλήρως η τάξη στο στράτευμα και εμπεδώθηκε το αίσθημα της ασφάλειας σε ολόκληρη την επικράτεια, τα περισσότερα Έκτακτα Στρατοδικεία καταργήθηκαν, ενώ τα τρία Τάγματα Οπλιτών και το Κέντρο Παρουσίας Αξιωματικών που λειτουργούσαν στη Μακρόνησο – όπου εξορίζονταν οι πολιτικοί κρατούμενοι (στρατιωτικοί και ιδιώτες) – λειτούργησαν για λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιο. Στις 15 Νοεμβρίου 1968 τίθεται τυπικά σε ισχύ ένα μέρος από το δικτατορικό «Σύνταγμα», καταργώντας τη διάταξη που επέτρεπε την περίληψη στη δικαιοδοσία των Στρατοδικείων και ιδιωτών, το οποίο κυρώθηκε και με το άρθρο 96, παράγραφος 4, του μεταπολιτευτικού Συντάγματος του Οκτωβρίου του 1975: Ειδικοί νόμοι ορίζουν τα σχετικά με τα στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία, στην αρμοδιότητα των οποίων δεν μπορεί να υπαχθούν ιδιώτες.
Στις 6 Ιουνίου 1970, η Στρατιωτική Ιατρική Σχολή μετονομάζεται σε Στρατιωτική Σχολή Αξκών Σωμάτων, σύμφωνα με το ΝΔ 562/70, διατηρώντας τα 4 υφιστάμενα Υγειονομικά Τμήματα (Ιατρών, Οδοντιάτρων, Κτηνιάτρων και Φαρμακοποιών) και συγκροτώντας ταυτόχρονα νέα τμήματα Δικαστικού, Οικονομικού και Στρατολογικού, ξεκινώντας τη λειτουργία της στις 5 Σεπτεμβρίου 1970. Οι μαθητές του Δικαστικού και του Στρατολογικού τμήματος παρακολούθησαν μαθήματα στο Νομικό τμήμα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το ακαδημαϊκό έτος 1971-1972. Έτσι, το Δικαστικό Σώμα, που προηγουμένως στελεχωνόταν από μεταταγμένους Αξκούς Όπλων και Σωμάτων, στελεχώνεται τώρα από ομοιόμορφα στρατιωτικώς και επιστημονικώς καταρτισμένους νομικούς Αξιωματικούς. Το 1971, το Δικαστικό Σώμα γίνεται το πρώτο Κοινό Σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων (μαζί με το Σώμα των Αδελφών Νοσοκόμων) υπαγόμενο στο Β’ Κλάδο του ΑΕΔ (Αρχηγείου Ενόπλων Δυνάμεων) και μετέπειτα (1977) ΓΕΕΘΑ (Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας). Την ίδια χρονιά υπάγονται στο ΓΕΕΘΑ η Σχολή Αξιωματικών Νοσηλευτικής (ΣΑΝ) και η Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων (ΣΣΑΣ).
Με τη μετατροπή του Δικαστικού Σώματος σε Κοινό Σώμα των Ενόπλων Δυνάμεων, ανοίγει μια νέα σελίδα λειτουργίας και ιστορίας του Σώματος.Οι Αξιωματικοί του Δικαστικού Σώματος ασκούν πλέον τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητές τους ομοιόμορφα και για τους τρεις Κλάδους (Στρατό Ξηράς, Πολεμικό Ναυτικό και Πολεμική Αεροπορία), χωρίς κλαδικούς περιορισμούς, φέρουν πλέον κυπαρισσί στολή (βαθυπράσινη), της οποίας το χρώμα παράγεται από τη μίξη του φαιοπράσινου (ΣΞ), του βαθιού γαλάζιου (ΠΝ) και του ανοικτού γαλάζιου (ΠΑ). Οι ανώτεροι και ανώτατοι Αξκοί του Σώματος αντί της φλογοφόρου ροιάς φέρουν το έμβλημα του ΓΕΕΘΑ στο διακριτικό του βαθμού τους, το οποίο αποτελείται από διακλαδική παράσταση [κάθετη άγκυρα (ΠΝ), η οποία στη μέση διασχίζεται από αετό (ΠΑ) και στο άνω άκρο βρίσκεται η φλογοφόρος ροιά (ΣΞ)]. Επίσης, οι ονομασίες των βαθμών τους μεταβάλλονται, όπως φαίνεται στον πίνακα του επόμενου μας άρθρου.
Το 1974, μετά την κατάρρευση της Χούντας , επιβλήθηκε στην Ελλάδα καθεστώς γενικής επιστράτευσης στις 24 Ιουλίου με το ΠΔ 506/1974, ως συνέχεια της από τον Απρίλιο του 1946 μερικής επιστράτευσης που επιβλήθηκε λόγω της εμπόλεμης κατάστασης με την Αλβανία, σύμφωνα με τις οποίες οι ποινές που επιβάλλονταν στους στρατιωτικούς από Στρατιωτικά Δικαστήρια ήταν αρκετά αυξημένες, μιας και θεωρούνταν πολεμική περίοδος. Το καθεστώς γενικής επιστράτευσης τυπικά καταργήθηκε το 2002, μετά από απόφαση του Συμβούλιου Άμυνας (ΣΑΜ) στις 24 Μαΐου 2002, ενώ αναμένεται ακόμη η έκδοση σχετικού ΠΔ. Με την κατάργηση της γενικής επιστράτευσης, η στρατιωτική ποινική νομοθεσία προβλέπει ελαφρότερες ποινές για τους στρατιωτικούς, ενώ αίρονται οι ποινικές συνέπειες της ανυποταξίας και αυξάνεται η διάρκεια απουσίας στρατιωτικού η οποία μπορεί να θεωρηθεί περίοδος άγνοιας και όχι λιποταξία.
Η εισαγωγή μαθητών του Δικαστικού τμήματος της ΣΣΑΣ συνεχίστηκε μέχρι και το 1983, ενώ το 1989 αποφοίτησαν οι δύο τελευταίοι Ανθυπολοχαγοί του Δικαστικού. Για την κάλυψη των αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων σε Δικαστικούς Αξκούς, προκηρύσσονται έκτοτε έκτακτοι διαγωνισμοί, σύμφωνα με τους οποίους προσλαμβάνονται ως Αξκοί (Δ) οι επιτυχόντες, με βάση το ΠΔ 390/97 (ΦΕΚ 276/30-12-97 Τεύχος Α’), ηλικίας 27-35 ετών. Στο Δικαστικό Σώμα εισήχθησαν για πρώτη φορά 4 γυναίκες (σε σύνολο 10 ατόμων) το 1992. Σήμερα το Σώμα στελεχώνεται τόσο από γυναίκες όσο και από άνδρες. Με το Νόμο 2304/95, στις 11 Μαΐου του 1995 καθιερώθηκε ο νέος κώδικας λειτουργίας του Δικαστικού Σώματος, ιδρύοντας ένα εντελώς νέο νομικό καθεστώς, το οποίο επιφέρει πολλαπλές θεσμικές αλλαγές στη λειτουργία και οργάνωση του Σώματος.
Με το νέο κώδικα καθιερώθηκαν οι εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών (άρθρο 96, παράγραφος 5 του Συντάγματος), η έλλειψη των οποίων προκαλούσε στο παρελθόν σοβαρά κωλύματα, τόσο στην απονομή της δικαιοσύνης, όσο και στην προσωπική ανεξαρτησία των λειτουργών. Έτσι, το Σώμα υπάγεται απευθείας στον ΥΠΕΘΑ. Στο ΥΠΕΘΑ ιδρύθηκε Δνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί το επιτελικό όργανο δια του οποίου ο Υπουργός ασκεί τις αρμοδιότητές του επί του Δικαστικού Σώματος και οι αρμοδιότητές που έχει σ’ αυτήν δεν είναι μεταβιβάσιμες στους Υφυπουργούς ή άλλα όργανα του ΥΠΕΘΑ. Η διοίκηση του Σώματος ασκείται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο διενεργεί αυτόνομα τις διάφορες διοικητικές πράξεις (προαγωγές, μεταθέσεις, αποσπάσεις κτλ), ανεξάρτητα από τα άλλα Κοινά Σώματα.
Ανάμεσα στις αλλαγές που επήλθαν με το Ν 2304/95 ήταν και η κατάργηση της στολής: κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων των Δικαστηρίων, οι Δικαστές και Αναθεωρητές προβλέπεται να φέρουν ειδική τήβεννο (μέχρι τώρα δεν έχει εφαρμοστεί η διάταξη αυτή), ενώ κατά την εκτέλεση των λοιπών καθηκόντων τους φέρουν πολιτική περιβολή. Στρατιωτική στολή φέρουν μόνο κατά τη διάρκεια της πολεμικής περιόδου. Με την κατάργηση της στολής για τους Δικαστικούς Λειτουργούς καταργήθηκε και η απονομή ηθικών αμοιβών (Διαμνημονεύσεων, μεταλλίων κτλ). Με Προεδρικό Διάταγμα θα καθοριστεί η μορφή των ηθικών αμοιβών που θα απονέμονται στο Δικαστικό Σώμα, το οποίο όμως δεν έχει εκδοθεί ακόμη. Η κατάργηση της στολής θεωρήθηκε σαν επιπλέον προσόν, μιας και οι Δικαστικοί λειτουργοί, πέραν από τη διευρυμένη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, υπάγονται απευθείας στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας και όχι στο ΓΕΕΘΑ.
Στους δικαστικούς λειτουργούς του Σώματος ανατίθενται μόνο δικαστικά και καθαρά νομικά καθήκοντα, στις περιπτώσεις που αυτοί υπηρετούν σε διοικητικές θέσεις. Η πειθαρχική δικαιοδοσία στους δικαστικούς λειτουργούς του Δικαστικού Σώματος ασκείται από τον Άρειο Πάγο, το 5μελές και 11μελές Τμήμα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και από το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 91, παράγραφος 2 του Συντάγματος. Από τον Αύγουστο του 1995 ισχύει και νέος αναθεωρημένος ΣΠΚ, σύμφωνα με το Ν 2287/95, με βάση τον οποίο η άσκηση της ποινικής δίωξης ασκείται πλέον από τον Εισαγγελέα του οικείου Στρατιωτικού Δικαστηρίου, αντί του Δκτή Σχηματισμού, όπως ίσχυε μέχρι πριν.
Μετά την εφαρμογή των παραπάνω Κωδίκων καταβλήθηκε σημαντική προσπάθεια για την ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων και απονομή της δικαιοσύνης. Ο θεσμός του Επιτρόπου των Στρατιωτικών Δικαστηρίων αντικαταστάθηκε με αυτόν του Εισαγγελέα. Στην Ελλάδα σήμερα λειτουργούν 6 Στρατοδικεία (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Λάρισα, Ξάνθη, Χανιά), 2 Ναυτοδικεία (Πειραιάς, Χανιά), 3 Αεροδικεία (Αθήνα, Λάρισα, Χανιά) και 1 Αναθεωρητικό Δικαστήριο με έδρα την Αθήνα. Τα μεν Στρατοδικεία-Ναυτοδικεία-Αεροδικεία αποτελούν πρωτοβάθμια Δικαστήρια, το δε Αναθεωρητικό θεωρείται δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.
Η αποστολή του Δικαστικού Σώματος είναι διττή· αφενός μεν το Σώμα έχει την ευθύνη απονομής της στρατιωτικής ποινικής δικαιοσύνης, αφετέρου δε την παροχή νομικής υποστήριξης στο ΓΕΕΘΑ και τους Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων . Το Δικαστικό Σώμα επιλαμβάνεται και νομοθετικά θέματα που αφορούν το ΥΠΕΘΑ.
Το Δικαστικό Σώμα έχει ως έμβλημά του τις οριζόντιες ζυγαριές της δικαιοσύνης (σε οριζόντια θέση) με μωβ φόντο. Οι ζυγαριές της δικαιοσύνης, οι οποίες συμβολίζουν τη δίκαιη κρίση, είναι κατεξοχήν σύμβολο της δικαιοσύνης παγκόσμια. Οι ανώτατοι Αξκοί του Σώματος ( μέχρι το 1995 έφέραν χρυσόπλεκτο κλάδο δρυός, στη βάση του οποίοι προσαρμόζεται μεταλλικό επίχρυσο κουμπί με ανάγλυφο το στέμμα (Ελλάδα 1937-1971)/το έμβλημα του ΓΕΕΘΑ (Ελλάδα 1971-σήμερα).Προστάτης Άγιος των Δικαστικών είναι ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 3 Οκτωβρίου κάθε χρόνο.
Οι Δικαστικοί Αξιωματικοί βοηθούνται στο έργο τους από τους Αξκούς του Κοινού Σώματος των Δικαστικών Γραμματέων, οι οποίοι είναι κάτι ανάλογο με τους Στρατιωτικούς Γραμματείς του Στρατού Ξηράς. Το οπλόσημό τους αποτελείται από σύνθεση που συνδυάζει τις ζυγαριές του Δικαστικού Σώματος και τις πένες των Στρατιωτικών Γραμματέων. Του Σώματος προΐσταται η Δνση Δικαστικών Γραμματέων του ΓΕΕΘΑ, με Συνταγματάρχη Διευθυντή. Οι Αξκοί των Δικαστικών Γραμματέων (παλαιότερα Γραμματέων Στρατιωτικής Δικαιοσύνης) δεν φέρουν τις βαθυκύανες στολές τελετών (2), εσπερίδων (4 και 5) και δεξιώσεων (6), παρά μόνο τις φαιοπράσινες στολές τελετών (3 και 3α), παρατάξεων-παρελάσεων (7), υπηρεσίας (8, 8α, 8β και 8γ) και ασκήσεων-εκστρατείας (9). Οι μακέτες των Στολών του Στρατού Ξηράς βρίσκονται εδώ. Ως Κοινό Σώμα, εξαιρείται από την πρόσφατη διαταγή του ΓΕΣ που αφορά την επαναφορά του μπερέ και κατάργηση του δικόχου, έτσι συνεχίζουν να φέρουν δίκοχο, παράλληλα με την κυπαρισσί στολή και το έμβλημα του ΓΕΕΘΑ (για τους ανώτερους Αξκούς). Παράλληλα, το Σώμα στελεχώνουν και Εθελόντριες Υπαξιωματικοί.
Πιο κάτω δίνονται οι ονομασίες των Αξκών του Δικαστικού από ιδρύσεώς του μέχρι σήμερα:
1833 – 1863 |
1863-1971 |
1971-1995 |
1995 μέχρι σήμερα |
Αντίστοιχος Κρατικός Δικαστικός |
|
Α ν ώ τ α τ ο ι Α ξ ι ω μ α τ ι κ ο ί |
|||||
Αντιστράτηγος |
Αναθεωρητής Α’ |
Αντιπρόεδρος Αρείου Πάγου |
|||
Υποστράτηγος |
Αναθεωρητής Β’ |
Αρεοπαγίτης |
|||
– – – |
Ταξίαρχος* |
Αναθεωρητής Γ’ |
Αρεοπαγίτης |
||
Α ν ώ τ ε ρ ο ι Α ξ ι ω μ α τ ι κ ο ί |
|||||
Συνταγματάρχης |
Δικαστικός Σύμβουλος Α’ |
Στρατιωτικός Δικαστής Α’ |
Πρόεδρος Εφετών |
||
Αντισυνταγματάρχης |
Δικαστικός Σύμβουλος Β’ |
Στρατιωτικός Δικαστής Β’ |
Εφέτης |
||
Ταγματάρχης |
Ταγματάρχης** |
Δικαστικός Σύμβουλος Γ’ |
Στρατιωτικός Δικαστής Γ’ |
Πρόεδρος Πρωτοδικών |
|
Υποταγματάρχης |
|||||
Κ α τ ώ τ ε ρ ο ι Α ξ ι ω μ α τ ι κ ο ί |
|||||
Λοχαγός Α’ |
Λοχαγός*** |
Βοηθός Δικαστικός Σύμβουλος Α’ |
Στρατιωτικός Δικαστής Δ’ |
Πρωτοδίκης |
|
Λοχαγός Β’ |
|||||
Υπολοχαγός |
Βοηθός Δικαστικός Σύμβουλος Β’ |
Πάρεδρος Στρατιωτικού Δικαστηρίου |
Πάρεδρος |
||
Ανθυπολοχαγός |
Βοηθός Δικαστικός Σύμβουλος Γ’ |
– – – – – |
– – – – – |
* Ο Βαθμός του Ταξίαρχου θεσπίστηκε στις 5 Ιουνίου 1946, ως ενδιάμεσος μεταξύ Συνταγματάρχη και Υποστράτηγου και εντάχθηκε στην κλίμακα των ανώτατων Αξιωματικών.
** Μεταξύ 1831-1833 ο βαθμός του Ταγματάρχη ονομαζόταν Επιλοχαγός.
*** Μεταξύ 1831-1833 μεταξύ των βαθμών του Λοχαγού και Υπολοχαγού υπήρχε ο βαθμός του Πρωθυπολοχαγού.