Υπόδειγμα ενδικοφανούς προσφυγης εδω.
Μολονότι ο θεσμός της ενδικοφανούς προσφυγής αποτελεί, για σημαντική μερίδα της θεωρίας, ένα είδος νομικού «δεινοσαύρου»
[1], το ενδιαφέρον για το καθεστώς και τη λειτουργία της αναβίωσε πρόσφατα στα πλαίσια της συζήτησης που διεξάγεται, σε πολλές ευρωπαϊκές έννομες τάξεις, για την επιτάχυνση της διοικητικής δίκης και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας[2]. Στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις που έχουν εμπνεύσει τις πρόσφατες ελληνικές νομοθετικές πρωτοβουλίες[3], δηλαδή στη γαλλική και τη γερμανική, τα εργαλεία για την επίτευξη του στόχου αυτού αναζητούνται τόσο στο προδικαστικό στάδιο, με την ανάπτυξη διαδικασιών εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, όπως η γενίκευση των διοικητικών προσφυγών, ή με την αύξηση του ορίου του ανεκκλήτου των δικαστικών αποφάσεων, που θα μπορούσαν να αποσυμφορήσουν τα διοικητικά δικαστήρια, όσο και στο στάδιο της διεξαγωγής της δίκης, με μηχανισμούς που συμβάλλουν στην επιτάχυνσή της, όπως η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων των μονομελών δικαιοδοτικών σχηματισμών/τμημάτων, η διεκπεραίωση υποθέσεων ήσσονος νομικής σημασίας με την έκδοση διατάξεων (ordonnances) αντί αποφάσεων και την τήρηση ταχύτερης διαδικασίας έρευνας της υπόθεσης και η επιβολή χρηματικών ποινών για την άσκηση επιπόλαιων και καταχρηστικών ενδίκων βοηθημάτων[4]. Δεδομένου μάλιστα ότι οι αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις της διοικητικής δικαιοσύνης δεν απέδωσαν ακόμη το επιθυμητό αποτέλεσμα, ίσως θα ήταν σκόπιμο να στραφούν οι προσπάθειες στη βελτίωση της λειτουργίας της ίδιας της Διοίκησης, αφού αυτή αποτελεί την πρώτη ύλη της δουλειάς του δικαστή και προκαλεί τη συμφόρηση των δικαστηρίων.

Με άλλους λόγους, η ενδικοφανής προσφυγή εντάσσεται στους μηχανισμούς που μπορούν να συμβάλουν ουσιωδώς στην εξωδικαστική επίλυση των διαφορών, επομένως να λειτουργήσουν ως φίλτρο διήθησης των υποθέσεων των οποίων θα επιληφθεί ο διοικητικός δικαστής. Με τον όρο ενδικοφανής προσφυγή νοείται, βεβαίως, η διοικητική προσφυγή του άρθρου 25 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (στο εξής: ΚΔΔιαδ), η οποία παρέχει την εξουσία ελέγχου της νομιμότητας της πράξης και της ουσίας της υπόθεσης, και της οποίας η άσκηση αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης και των προσφυγών ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 45 παρ. 2  του π.δ. 18/1989 και 63 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (στο εξής: ΚΔΔ). Πρόκειται για  μέσο δευτεροβάθμιου ελέγχου της υπόθεσης από την ίδια τη Διοίκηση και για υποχρεωτικό προστάδιο της διοικητικής δίκης, η μη τήρηση του οποίου επιφέρει, εφόσον συντρέχουν οι κατά νόμο προϋποθέσεις, απώλεια του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.

Κατά γενική παραδοχή, τρεις είναι οι βασικές λειτουργίες που επιτελεί η ενδικοφανής προσφυγή: 1) ο αυτοέλεγχος της Διοίκησης και η διόρθωση των πλημμελειών των πράξεών της από την ίδια˙ 2) η πληρέστερη, οικονομικότερη και απλούστερη έννομη προστασία του διοικουμένου, αφού η Διοίκηση έχει εξ ορισμού περισσότερες δυνατότητες επέμβασης στην πράξη της από τον δικαστή, ιδίως τον ακυρωτικό αλλά και τον δικαστή της ουσίας˙ 3) η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων, καθόσον η διαφορά είτε επιλύεται σε διοικητικό επίπεδο, είτε ο διοικούμενος πείθεται για την ορθότητα της απόφασής της ή για την έλλειψη πιθανοτήτων ευδοκίμησης τυχόν ενδίκου βοηθήματος, είτε η υπόθεση φθάνει ενώπιον του δικαστή εκκαθαρισμένη κατά το νομικό και πραγματικό μέρος της, τουλάχιστον δε απαλλαγμένη από τυπικά ελαττώματα, όπως αναρμοδιότητα και έλλειψη αιτιολογίας[5].

 

Για να επιτελέσει η ενδικοφανής προσφυγή τις ανωτέρω λειτουργίες, είναι αναγκαία η κατάλληλη διαμόρφωση του νομικού καθεστώτος της (ΙΙ). Στο σημείο αυτό ενδιαφέρουσες μπορούν να αποδειχθούν οι εμπειρίες δύο αλλοδαπών εννόμων τάξεων που διαθέτουν πλήρως καταστρωμένο σύστημα διοικητικής προδικασίας. Χρήσιμα συμπεράσματα μπορούν να αντληθούν και από τη διοικητική ένσταση που προβλέπει στο πεδίο των υπαλληλικών διαφορών ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης (στο εξής: ΚΥΚ) των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε από την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων από την νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου και τώρα του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (Ι).

Ι. Συγκριτική προσέγγιση

 

Θα εξετασθούν, αρχικώς, το γερμανικό (Α) και το γαλλικό σύστημα υποχρεωτικών διοικητικών προσφυγών (Β) και οι πρόσφατες εξελίξεις τους. Στη συνέχεια, θα εξετασθεί μια κατηγορία διαφορών στο πλαίσιο της ενωσιακής δικονομίας, ως προς τις οποίες προβλέπεται η άσκηση ένστασης, η οποία έχει χαρακτηρισθεί από τη νομολογία ως υποχρεωτική διοικητική προσφυγή (Γ).

Α. Γερμανικό δίκαιο: ενιαία, κωδικοποιημένη ρύθμιση των υποχρεωτικών διοικητικών προσφυγών

Στο γερμανικό διοικητικό δικονομικό δίκαιο, η διαδικασία της διοικητικής προσφυγής (Widerspruchsverfahren) ρυθμίζεται διεξοδικά, αποτελεί δε προϋπόθεση του παραδεκτού τόσο της προσφυγής με αντικείμενο την ακύρωση ατομικής διοικητικής πράξης (Anfechtungsklage) όσο και της προσφυγής κατά παράλειψης έκδοσης τέτοιας πράξης (Verpflichtungsklage)[6]. Η υποχρεωτική αυτή διοικητική προσφυγή αφορά το σύνολο των διοικητικών διαφορών που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών, των φορολογικών και των αρμόδιων για τις υποθέσεις κοινωνικής ασφάλισης δικαστηρίων, και υπόκειται σε ενιαίο καθεστώς που προβλέπεται στους δικονομικούς κώδικες κάθε δικαιοδοτικού κλάδου, τόσο σε ομοσπονδιακό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ομοσπόνδων κρατών. Προβλέπονται δύο βαθμοί κρίσης, εκτός από τις αποφάσεις των ανώτερων ιεραρχικά οργάνων, πληρέστατες διαδικαστικές εγγυήσεις –δικαίωμα ενημέρωσης, πρόσβασης στον φάκελο, προηγούμενης ακρόασης, υποχρέωση αιτιολογίας, γενικό ανασταλτικό αποτέλεσμα– όχι όμως και συγκεκριμένη προθεσμία έκδοσης της απόφασης επί της προσφυγής, αλλά ανώτατο όριο 3 μηνών. Προσβάλλεται δικαστικά η τελική απόφαση επί της διοικητικής προσφυγής για την οποία λαμβάνεται υπόψη το νομικό καθεστώς του χρόνου έκδοσής της και όχι αυτό του χρόνου έκδοσης της αρχικής πράξης, πράγμα που συνεπάγεται το ενδεχόμενο της reformatio in pejus, η οποία, μάλιστα, προβλέπεται ρητώς στις φορολογικές υποθέσεις. Σε περίπτωση παράλειψης άσκησής της, ο δικαστής αναπέμπει την υπόθεση στη διοίκηση, ούτως ώστε να θεραπευθεί η σχετική διαδικαστική έλλειψη.

Από τα στατιστικά στοιχεία που συγκεντρώνουν σε ετήσια βάση τα υπουργεία δικαιοσύνης, το ομοσπονδιακό και αυτά των ομοσπόνδων κρατών, συνάγεται ότι, ιδίως στις φορολογικές και κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές, ο ρόλος της ενδικοφανούς προσφυγής είναι καθοριστικός, αφού το 95% των υποθέσεων των οποίων επιλαμβάνεται το αρμόδιο για τις προσφυγές όργανο δεν φθάνουν στα δικαστήρια. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι στους τομείς αυτούς εκδίδονται μαζικά διοικητικές πράξεις, με αναπόδραστη συνέπεια την ύπαρξη λαθών, μεγάλο μέρος των οποίων διορθώνεται κατά τη διαδικασία της υποχρεωτικής προσφυγής. Πρόκειται για υποθέσεις περί επιδομάτων ή παροχών, ή περί βεβαίωσης φόρων που θα μπορούσαν να επιλυθούν με προσεκτικότερη μελέτη του φακέλου εκ μέρους της Διοίκησης, χωρίς να χρειάζεται να μετατραπεί ο δικαστής σε διοικητικό υπάλληλο για τη χορήγηση επιδομάτων ή την έκδοση φορολογικών πράξεων. Προβλέπεται, μάλιστα, η δυνατότητα ρύθμισης πολλών ενδικοφανών προσφυγών με ενιαία απόφαση της αρχής.

Εν τούτοις, στα πλαίσια εκσυγχρονισμού της Διοίκησης, καταπολέμησης της γραφειοκρατίας και περικοπής των δημόσιων δαπανών, συζητείται σοβαρά το ενδεχόμενο άρσης του υποχρεωτικού χαρακτήρα της. Οι υποστηρικτές της κατάργησης εστιάζουν στα προβλήματα της λειτουργίας του θεσμού στην πράξη, στο ότι δηλαδή, σε πολλές περιπτώσεις, έχει καταντήσει ένα γραφειοκρατικό πρόχωμα στην άμεση πρόσβαση στη δικαιοσύνη (ιδίως στις περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας ή όταν υπάρχει σχετική νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων την οποία ακολουθεί συναφώς η Διοίκηση). Έτσι, το ομόσπονδο κράτος NordrheinWestfalen προχώρησε, με δύο νόμους του 2007, στην κατάργηση της διαδικασίας αυτής, με το σκεπτικό ότι η καθιέρωση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης στο στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και η οργάνωση ενός πλήρους και χωρίς κενά συστήματος δικαστικής προστασίας καθιστά περιττή τη διοικητική προσφυγή[7]. Άλλα ομόσπονδα κράτη προέβησαν σε λιγότερο δραστικά μέτρα, όπως η άρση του υποχρεωτικού χαρακτήρα της προσφυγής σε ορισμένες κατηγορίες διαφορών, ή η παράλειψή της κατόπιν συμφωνίας του ενδιαφερομένου με την αρμόδια διοικητική αρχή. Επισημαίνεται, πάντως, ότι τα φορολογικά και κοινωνικοασφαλιστικά δικαστήρια επέδειξαν σταθερή προσήλωση στη διατήρηση του θεσμού λόγω της αποτελεσματικότητάς του και αποδυνάμωσαν ερμηνευτικά τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις.

Στατιστικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν μετά την κατάργηση έδειξαν σημαντική αύξηση της ροής υποθέσεων στα δικαστήρια. Το συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι η εξοικονόμηση δαπανών από την κατάργηση της ενδικοφανούς διαδικασίας εκμηδενίστηκε από την αύξηση των δαπανών για τη δικαιοσύνη. Έτσι, οι σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες σταμάτησαν, τόσο σε επίπεδο κεντρικού κράτους όσο και ομοσπόνδων κρατών και επιχειρείται πλέον η βελτίωση του καθεστώτος της υποχρεωτικής προσφυγής. Μόνο το 5 % έως το 25% των απορριπτομένων ενδικοφανών προσφυγών καταλήγουν στα δικαστήρια[8]. Σε κάθε περίπτωση, η γερμανική θεωρία τονίζει ότι η ενδικοφανής προσφυγή δεν μπορεί να δικαιολογήσει απομείωση της πυκνότητας του δικαστικού ελέγχου.

 

Β. Γαλλικό δίκαιο: ειδικά προβλεπόμενες κατηγορίες υποχρεωτικών διοικητικών προσφυγών

 

Στη Γαλλία στο πλαίσιο των τελευταίων νομοθετικών μεταρρυθμίσεων της διοικητικής δικαιοσύνης και επιτάχυνσης της απονομής της, προτείνεται η πληρέστερη αξιοποίηση των δυνατοτήτων της ενδικοφανούς προσφυγής. Το 2008, το Conseil dEtat δημοσίευσε, κατόπιν σχετικού αιτήματος του πρωθυπουργού, έκθεση σχετικά με το ισχύον καθεστώς και τις δυνατότητες ανάπτυξης των υποχρεωτικών διοικητικών προσφυγών[9]. Πρόκειται για τη δεύτερη μελέτη στο ίδιο θέμα (η πρώτη πραγματοποιήθηκε το 1993). Η έκθεση αυτή εντοπίζει περίπου 150 περιπτώσεις τέτοιων προσφυγών. Εξ αυτών, άλλες χαρακτηρίζονται ρητώς ως υποχρεωτικές από τις διατάξεις που τις προβλέπουν, άλλες έχουν ερμηνευθεί ως υποχρεωτικές από τον διοικητικό δικαστή, ενώ μια τρίτη κατηγορία δεν έχει φθάσει ενώπιον του Conseil dEtat, αλλά οι συντάκτες της έκθεσης πιθανολογούν ότι ο δικαστής, υπό το πρίσμα των κριτηρίων που έχει ήδη διαμορφώσει, θα τις χαρακτηρίσει ως υποχρεωτικές βάσει των χαρακτηριστικών τους. Η μελέτη περιλαμβάνει λεπτομερέστατα στατιστικά στοιχεία ως προς το ποσοστό  ευδοκίμησης και απόρριψης των προσφυγών κάθε χρόνο, καθώς και ως προς το ποσοστό των απορριφθεισών που καταλήγουν ενώπιον των δικαστηρίων. Αναφέρονται τα κονδύλια που απαιτούνται για τη λειτουργία των οργάνων που είναι επιφορτισμένα με την εκδίκαση των προσφυγών, καθώς και περιλαμβάνεται έρευνα για τον βαθμό ικανοποίησης των διοικουμένων από τη λειτουργία τους.

Τα συμπεράσματα του Conseil dEtat συνοψίζονται ως εξής:

1. Δεν θα πρέπει να γενικευθεί η ενδικοφανής προσφυγή, εφόσον, αφενός, υπάρχουν τομείς διοικητικής δράσης στους οποίους δεν ενδείκνυται η πρόβλεψή της, αφετέρου, απαιτούνται μεγάλες δαπάνες για τη σύσταση των αρμοδίων οργάνων και την προσήκουσα στελέχωσή τους, τις οποίες δεν μπορεί να καλύψει σήμερα η χώρα.

2. Δεν θα πρέπει να ενοποιηθεί το νομικό καθεστώς, λόγω των ιδιαιτεροτήτων κάθε κατηγορίας διαφορών.

3. Θα πρέπει να αποφευχθεί η «δικαστικοποίηση» των ενδικοφανών προσφυγών, δηλαδή η πρόβλεψη αυστηρών διαδικαστικών τύπων, οι οποίοι μπορούν ευχερώς να προκαλέσουν σύγχυση στους διοικουμένους και να προκαλέσουν, σε περίπτωση μη τήρησης, ακυρότητα της διαδικασίας, προκειμένου να διατηρηθεί η ελαστικότητα και η ευελιξία των σχετικών διοικητικών διαδικασιών[10].

4. Παροτρύνεται ο νομοθέτης και η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση να χρησιμοποιούν ενιαία ορολογία όταν καθιερώνουν ενδικοφανείς διαδικασίες.

5. Απευθύνεται σύσταση στις διοικητικές αρχές να τηρούν ορισμένες γενικές κατευθύνσεις που παρέχει το ίδιο το Conseil dEtat –τήρηση της εκατέρωθεν ακρόασης, προφορική διαδικασία, αιτιολογία των αποφάσεων, αποφυγή σιωπηρών απορρίψεων.

5. Τέλος, συνιστάται η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της υποχρεωτικής προσφυγής και σε τέσσερις νέους τομείς, στους οποίους ενδείκνυται η εφαρμογή των διαδικασιών αυτών για συγκεκριμένους λογους: δηλαδή στη χορήγηση και αφαίρεση αδειών οδήγησης [πρόκειται για εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, οπότε η επέμβαση του δικαστή είναι αλυσιτελής], στη δημόσια υπαλληλία και στις αποφάσεις των σωφρονιστικών αρχών [λόγω της ειδικής σχέσης μεταξύ των διοικουμένων και της διοίκησης (δημοσίων υπαλλήλων και κρατουμένων, αφενός – ιεραρχικώς προϊσταμένων και σωφρονιστικών αρχών, αφετέρου) η οποία θα οξυνόταν σε περίπτωση δικαστικής διένεξης] και σε ειδικές περιπτώσεις του δικαίου των αλλοδαπών (στην περίπτωση οικογενειακής επανένωσης, οπότε απαιτούνται ουσιαστικές εκτιμήσεις για τις οποίες είναι καταλληλότερες οι διοικητικές αρχές). Ενδιαφέρον παρουσιάζει συναφώς το πρόσφατο γαλλικό διάταγμα για την πειραματική εφαρμογή της υποχρεωτικής διοικητικής προσφυγής στις διαφορές σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση ορισμένων κατηγοριών κρατικών υπαλλήλων (Décret n° 2012-765 du 10 mai 2012). Πρόκειται για την απαρχή μιας πολιτικής που, σύμφωνα με τις προθέσεις των εμπνευστών της, θα εδραιωθεί και θα επεκταθεί και σε άλλους τομείς της διοικητικής δραστηριότητας[11]. Ο Γάλλος νομοθέτης προχωρεί με αργά και μελετημένα βήματα στη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της υποχρεωτικής προσφυγής.

 

Γ. Ενωσιακό δίκαιο: υπαλληλικές διαφορές

 

Για τη διευκόλυνση της φιλικής διευθέτησης των διαφορών μεταξύ υπαλλήλων και οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα οποία ανήκουν, ο δικαστής της Ένωσης (ΠΕΚ, ΓεΔΕΕ και τώρα Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης) ερμήνευσε τα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης (στο εξής: ΚΥΚ) υπό την έννοια ότι από αυτά προκύπτει ότι προσφυγή υπαλλήλου κατά απόφασης της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής (στο εξής: ΑΔΑ) ή κατά της αποχής της ΑΔΑ από τη λήψη μέτρου επιβαλλόμενου από τον ΚΥΚ είναι παραδεκτή μόνον αν ο ενδιαφερόμενος είχε προηγουμένως υποβάλει στην ΑΔΑ διοικητική ένσταση[12]. Κατά συνέπεια, τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ εξαρτούν το παραδεκτό του ένδικου βοηθήματος που ασκεί υπάλληλος κατά του οργάνου στο οποίο ανήκει ή ανήκε από τη νομότυπη διεξαγωγή της προβλεπόμενης από αυτά προκαταρκτικής διοικητικής διαδικασίας. Οι κανόνες αυτοί είναι δημοσίας τάξεως και οι διάδικοι δεν μπορούν να διαφύγουν την τήρησή τους[13].

Ο κοινοτικός δικαστής όμως επέδειξε έντονο δικονομισμό όσον αφορά την αντιμετώπιση της διοικητικής ένστασης. Ηδη από τη δεκαετία του 1970, η νομολογία συνήγαγε ερμηνευτικά από τις διατάξεις των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ τον κανόνα της ταυτότητας του αντικειμένου μεταξύ της διοικητικής ένστασης και της δικαστικής προσφυγής[14]. Οι σχετικές αποφάσεις αναφέρονταν, αρχικώς, σε ταυτότητα αντικειμένου, λόγων ακύρωσης και αιτιάσεων αιτιάσεων[15] μεταξύ διοικητικής ένστασης και ενδίκου βοηθήματος. Η παράβαση του κανόνα της ταυτότητας είχε ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής ή του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης που δεν προβλήθηκε με τη διοικητική ένσταση ως απαράδεκτων[16], προκειμένου η υπόθεση να φθάσει ενώπιον του δικαστή εκκαθαρισμένη.

Η νομολογιακή αυτή προσέγγιση ήταν υπέρμετρα αυστηρή, διότι ανάγκαζε τον υπάλληλο, φοβούμενο το ενδεχόμενο οριστικού καθορισμού του εύρους της διαφοράς κατά το προ της άσκησης της προσφυγής διοικητικό στάδιο, να προσφεύγει, ήδη κατά το στάδιο αυτό, σε δικηγόρο, καθιστώντας περισσότερο δυσκίνητη την εν λόγω διοικητική διαδικασία, ενώ ο σκοπός του σταδίου αυτού είναι λιγότερο η προετοιμασία της προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου και κυρίως η αποφυγή της και «δηλητηριάζοντας» τη σχέση μεταξύ οργάνου και υπαλλήλου.

Ο ανωτέρω κανόνας αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 6 και 13 της ΕΣΔΑ και 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, δηλαδή οδηγεί σε απομείωση δικαστικής προστασίας, καθόσον ο δικηγόρος που εκπροσωπεί τον προσφεύγοντα εστερείτο της δυνατότητας να προβάλει ενώπιον του δικαστηρίου ισχυρισμούς οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν αποφασιστική σημασία για την έκβαση της διαφοράς, για τον λόγο ότι ο ίδιος ο προσφεύγων, στερούμενος νομικών γνώσεων, δεν σκέφθηκε να επικαλεστεί τους ισχυρισμούς αυτούς κατά την προ της άσκησης της προσφυγής διοικητική διαδικασία.  Η φιλική διευθέτηση της διαφοράς καταλήγει να αποτελεί δικονομική παγίδα για τον υπάλληλο.

Αξιοποιώντας τα ανωτέρω, το Δικαστήριο ΔΔ προέβη σε μεταστροφή της πάγιας νομολογίας, δεχόμενο, με την απόφαση της Ολομέλειάς του της 1ης Ιουλίου 2010, F-45/07, Wolfgang Mandt κατά Κοινοβουλίου, ότι ο κανόνας της ταυτότητας του αντικειμένου της διοικητικής ένστασης και της ένδικης προσφυγής μπορεί να «εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση που η προσφυγή τροποποιεί το αντικείμενο της διοικητικής ένστασης ή τ[ην αιτία] για τ[ην] οποί[α] ασκείται, η δε έννοια τ[ης] «[αιτίας]» πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο διασταλτικό»[17]. Βάσει της ερμηνείας αυτής, και δεδομένου ότι πρόκειται για ακυρωτικά αιτήματα, πρέπει να νοείται ως «αιτία της διαφοράς» η αμφισβήτηση από τον προσφεύγοντα της εσωτερικής νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξης ή, εναλλακτικώς, η αμφισβήτηση της εξωτερικής νομιμότητάς της[18]. Επομένως, τροποποίηση του λόγου της διαφοράς και, ως εκ τούτου, απαράδεκτο λόγω μη τήρησης του κανόνα της ταυτότητας του αντικειμένου διοικητικής ένστασης και προσφυγής υπάρχει μόνον εάν ο προσφεύγων, προσβάλλοντας με τη διοικητική ένστασή του μόνον την τυπική νομιμότητα της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξης, περιλαμβανομένων των διαδικαστικών πλευρών της, προβάλλει με το δικόγραφο της προσφυγής του λόγους ουσίας ή στην αντίστροφη περίπτωση κατά την οποία ο προσφεύγων, αφού προσέβαλε με τη διοικητική ένστασή του μόνον την ουσιαστική νομιμότητα της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξης, προβάλλει με το δικόγραφο της προσφυγής τους λόγους που αφορούν την τυπική νομιμότητα[19]. Ο ανωτέρω κανόνας δεν καταλαμβάνει βεβαίως τους λόγους δημόσιας τάξης, οι οποίοι παραδεκτώς προβάλλονται και εξετάζονται από το δικαστήριο ανεξαρτήτως του αν έχουν προβληθεί με τη διοικητική ένσταση, ούτε τις ενστάσεις παρανομίας[20], οι οποίες μπορούν να προβληθούν ακόμη και όταν αφορούν άλλο νομικό λόγο από αυτόν της διοικητικής ένστασης.[21].

Παρά την αξιέπαινη πρόθεση των συντακτών του ΚΥΚ και τη νομολογιακή βελτίωση του νομικού καθεστώτος της διοικητικής ένστασης, η άσκησή της δεν επιφέρει τα αποτελέσματα που αναμένονταν από την καθιέρωσή της[22]. Η διοικητική πρακτική συναφώς έγκειται στην εμμονή της ΑΔΑ στην αρχική της απόφαση και στην επιθετικότητα της αντιπαράθεσης μεταξύ υπαλλήλου και θεσμικού οργάνου στο οποίο ανήκει. Περαιτέρω, η σύντομη προθεσμία εξέτασής της και ο φύση της ως ιεραρχικής προσφυγής δεν ευνοούν τη φιλική διευθέτηση της διαφοράς. Για τον λόγο αυτό προτάθηκε συναφώς η ανάθεση της εκδίκασης της διοικητικής ένστασης σε ανεξάρτητο όργανο αντί της ΑΔΑ[23].

Σημειώνετα ιότι στην ελληνική έννομη τάξη, ρητή νομοθετική πρόβλεψη του κανόνα της ταυτότητας των αιτιάσεων απαντά στο άρθρο 5 του Ν. 3886/2010[24] όπου ορίζεται ότι «[η] αίτηση ασφαλιστικών μέτρων … δεν επιτρέπεται να περιέχει αιτιάσεις διαφορετικές από τις αιτιάσεις της προδικαστικής προσφυγής». Η διάταξη επαναλαμβάνει περίπου αυτολεξεί την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 5 του καταργηθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Ν. 3886/2010, Ν. 2522/1997[25], ως προς την οποία υπάρχει πλούσια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εννοείται, βεβαίως, ότι το δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την αναρμοδιότητα των οργάνων διεξαγωγής του διαγωνισμού έστω και αν δεν είχε προβληθεί με την προδικαστική προσφυγή, καθώς και γενικά τους αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενους λόγους ακύρωσης[26]. Συνεπώς, με την αίτηση ακύρωσης, που ασκείται μετά την υποβολή αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, μπορεί να προβληθούν λόγοι που δεν είχαν προβληθεί με την προσφυγή της παρ. 2 του ανωτέρω άρθρου 3 και, στη συνέχεια, με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων[27]. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις ενδικοφανών προσφυγών, ελλείψει σχετικής ρύθμισης, η νομολογία δεν είναι σταθερή. Έτσι, έχει δεχθεί ότι «…αβασίμως δε, περαιτέρω, ο αιτών Φαρμακευτικός Σύλλογος ….. επικαλείται το νεώτερο, …, τοπογραφικό διάγραμμα του ιδιώτη μηχανικού Β. Π., δεδομένου ότι το διάγραμμα αυτό, το οποίο συντάχθηκε μετά την έκδοση της …….νομαρχιακής αποφάσεως, δεν υπεβλήθη στο Υπουργείο Υγείας κατά την διαδικασία εξετάσεως της ασκηθείσης ενώπιον του Υπουργού προσφυγής του….»[28]. Σε διαφορές όμως σχετικές με την απέλαση αλλοδαπών δέχθηκε ότι «]ο γεγονός, …, ότι, με την ενδικοφανή προσφυγή του ο εφεσίβλητος πράγματι δεν είχε προβάλει ότι δεν εκλήθη να υποβάλει αντιρρήσεις πριν από την έκδοση της πράξης απέλασής του στις 7.3.2002, δεν καθιστά απαράδεκτο τον ανωτέρω λόγο ακυρώσεως, που προβλήθηκε το πρώτον με το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου, εφόσον εν πάση περιπτώσει δεν προκύπτει ότι είχαν γνωστοποιηθεί στον εφεσίβλητο οι συνέπειες σε περίπτωση που δεν ασκούσε ενδικοφανή προσφυγή – και δεν προέβαλε με αυτήν όλες τις αιτιάσεις του – επί του δικαιώματος ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως και της εκτάσεως αυτού….»[29]. Μάλλον έχει διαμορφωθεί στη νομολογία η τάση να μην παρεμποδίζεται η άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος έννομης προστασίας από την παράλειψη άσκησης ή την πλημμελή άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής.

Στη γαλλική έννομη τάξη, η κατάσταση είναι σαφής. Ανεξαρτήτως της επιχειρηματολογίας που προβάλλει ο προσφεύγων ενώπιον της Διοίκησης, η άσκηση της διοικητικής προσφυγής δεν ασκεί επιρροή στη μεταγενέστερη δικονομική δυνατότητά του να επικαλεστεί ενώπιον του δικαστή όλους τους λόγους που ενδέχεται να διασφαλίσουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης[30]. Πράγματι, η άσκηση ακόμη και υποχρεωτικής διοικητικής προσφυγής δεν έχει ως συνέπεια την αποκρυστάλλωση της διαφοράς[31], οπότε δεν τίθεται ζήτημα «νέων» λόγων που προβάλλονται ενώπιον του ακυρωτικού δικαστή σε σχέση με αυτούς που προβλήθηκαν ενώπιον της Διοίκησης[32]. Απαιτείται μόνον η ταυτότητα του αιτήματος διοικητικής και ένδικης προσφυγής, για να καθίσταται δυνατή η εξακρίβωση του ότι πρόκειται για την ίδια διαφορά. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν αποτελούν οι διαφορές σχετικά με τον αναδασμό[33] και τις εκλογές των μελών συλλογικών διοικητικών οργάνων[34],[35].

ΙΙ. Ελληνική έννομη τάξη

Στην ελληνική έννομη τάξη, οι ρυθμίσεις που αφορούν την ενδικοφανή προσφυγή δεν είναι ενιαίες, αλλά αποσπασματικές, εξαρτώμενες από την εκάστοτε συγκυρία και τους σκοπούς του νομοθέτη να προωθήσει εναλλακτικούς και πιο ευέλικτους τρόπους επίλυσης των διοικητικών διαφορών.  Oι ενδικοφανείς προσφυγές πολλαπλασιάστηκαν άναρχα και χωρίς συνοχή. Συνέπεια της τάσης αυτής είναι σήμερα να απαντούν στην έννομη τάξη ενδικοφανείς προσφυγές, διαφορετικών ιστορικών περιόδων, που καθιερώθηκαν για να εξυπηρετήσουν διαφορετικές λειτουργίες και διέπονται από διαφορετική κάθε φορά λογική.

Κατωτέρω, εκτίθενται συνοπτικά τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συστήματος ενδικοφανών προσφυγών (Α) και, στη συνέχεια, προτείνονται κάποια μέτρα για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους και τη βελτίωση της λειτουργίας τους (Β).

Α. Χαρακτηριστικά

 

Τα χαρακτηριστικά των ενδικοφανών προσφυγών είναι το ευρύ και ετερόκλητο πεδίο εφαρμογής (1) και το διαφορετικό καθεστώς των ενδικοφανών προσφυγών ανάλογα με την κατηγορία της διαφοράς (2).

 

1 Ευρύ και ετερόκλητο πεδίο εφαρμογής

 

Επιχειρείται, στη συνέχεια, μια πρόχειρη απογραφή των συχνότερα ασκούμενων ενδικοφανών προσφυγών, η οποία έχει καθαρώς ενδεικτικό χαρακτήρα. επισημαίνεται ότι το πεδίο εφαρμογής της ενδικοφανούς προσφυγής καλύπτει διαφορετικές τόσον ακυρωτικές όσο και ουσίας.

 

Διαφορές από την εφαρμογή της κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας, δηλαδή διαφορές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7 περ. α) του Ν. 702/1977.

Πρόκειται για την πολυπληθέστερη κατηγορία διαφορών. Για την αποφυγή της υπερφόρτωσης των διοικητικών δικαστηρίων με τέτοιες υποθέσεις, καθιερώθηκε ένα υποχρεωτικό στάδιο διοικητικής επίλυσης των αμφισβητήσεων από Τοπική Διοικητική Επιτροπή, η οποία, ενόψει της σύνθεσής της, παρέχει ικανοποιητικά εχέγγυα αμερόληπτης και αντικειμενικής κρίσης[36]. Συγκεκριμένα, κατά την εκδίκαση των σχετικών ενστάσεων, η ΤΔΕ «ερευνά ελευθέρως τα πραγματικά και νομικά της υπόθεσης στοιχεία,..δύναται για την ανεύρεση της αλήθειας να καλέσει οποιονδήποτε για τη λήψη πληροφοριών, να εξετάσει μάρτυρες, να ενεργήσει αυτοψία, να προκαλέσει ιατρικές γνωματεύσεις, να ζητήσει πληροφορίες από κάθε αρχή και να λάβει υπόψη της οποιοδήποτε έγγραφο στοιχείο, χωρίς να δεσμεύεται από τα υποβληθέντα έγγραφα, αποφασίζει δε ελευθέρως και κατά συνείδηση, σύμφωνα, όμως προς το νόμο και τους κανονισμούς του ΙΚΑ».

Δημόσια έργα, προμήθειες, υπηρεσίες

Ν. 1418/1984

Υποχρεωτική διαδικασία διοικητικής επίλυσης με διπλή ενδικοφανή προσφυγή καθιερώνεται στο άρθρο 12 του Ν. 1418/1984 περί δημοσίων έργων. Η προβλεπόμενη ενδικοφανής διαδικασία είναι ιδιαίτερα τυπική και λεπτομερής και αφορά την επίλυση αμφισβητήσεων που προκαλούνται από πράξεις ή παραλείψεις της Διευθύνουσας Υπηρεσίας και θίγουν έννομο συμφέρον αναδόχου σύμβασης εκτέλεσης δημοσίου έργου που  εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 1418/1984 με αντισυμβαλλόμενο είτε το Δημόσιο είτε ΝΠΔΔ είτε ΝΠΙΔ[37].

Ν. 3886/2010

Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 3886/2010, πριν την άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, είναι υποχρεωτική η προηγούμενη άσκηση διοικητικής προσφυγής κατά οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης του φορέα διενέργειας του διαγωνισμού. Η συγκεκριμένη προσφυγή έχει ενδικοφανή χαρακτήρα και έχει επικρατήσει γι΄ αυτήν ο όρος «προδικαστική προσφυγή»[38], αποτελώντας τη μοναδική περίπτωση στην ελληνική νομοθεσία όπου μία διοικητική προσφυγή είναι όρος του παραδεκτού για την υποβολή αίτησης προσωρινής δικαστικής προστασίας[39].

Τουριστική νομοθεσία

Οι διατάξεις της τουριστικής νομοθεσίας που προβλέπουν αρμοδιότητα εποπτείας και επιβολής κυρώσεων από τον Ε.Ο.Τ. προβλέπουν και ενδικοφανείς διαδικασίες κατά των αποφάσεων αυτών[40]

Αλιευτική νομοθεσία

Κατά των πράξεων που επιβάλλουν τις κυρώσεις του άρθρου 11 του ΝΔ 420/1970 «Αλιευτικός Κώδικας» παρέχεται, σύμφωνα με το άρθρο 14, δικαίωμα άσκησης σε πρώτο βαθμό ενδικοφανούς προσφυγής που ασκείται εντός 15 ημερών ενώπιον του συμβουλίου εκδίκασης αλιευτικών προσφυγών (Σ.Ε.Α.Π.)[41].

Δίκαιο  θαλασσίων μεταφορών

Κατά των αποφάσεων του Προϊσταμένου του Κλάδου Επιθεωρήσεως Εμπορικών Πλοίων ή του Προϊσταμένου της Λιμενικής ή Προξενικής Αρχή που επιβάλει τις κυρώσεις του άρθρου 45 του ΝΔ 187/1973 «Κώδικας Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» επιτρέπεται η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγή ενώπιον του Υπουργού εντός 1 μηνός από την κοινοποίηση της πράξης επιβολής προστίμου, η οποία δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα[42].

Φαρμακευτικό δίκαιο

Κυρώσεις σε φαρμακοποιούς

Οι πράξεις επιβολής των κυρώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 παρ. 15 του ΠΔ 121/2008[43] που επιβάλλονται στους φαρμακοποιούς για παραβίαση των υποχρεώσεων του άρθρου 4 σχετικά με την χορήγηση φαρμάκων σε ασφαλισμένους υπόκεινται στην προβλεπόμενη στην παρ. 18 του ιδίου άρθρου ενδικοφανή προσφυγή. Η διοικητική προσφυγή ασκείται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της πράξης επιβολής κυρώσεων και ασκείται ενώπιον της αρμοδίας Επιτροπής του ΟΠΑΔ (άρθρο 41 ν. 3329/2005) ή ενώπιον του Διοικητή του Ιδρύματος για το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή ενώπιον του Δ.Σ. του ασφαλιστικού φορέα, για τους λοιπούς οργανισμούς. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής, καθώς και η υποβολή της έχουν εκ του νόμου ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Ίδρυση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης

Κατά των αποφάσεων του Νομάρχη (ήδη μετά τον Ν. 3852/2010 ενν. Περιφερειάρχη) για ίδρυση φαρμακείου ή φαρμακαποθήκης, το άρθρο 10 του Ν. 1963/1991 προβλέπει την άσκηση της διοικητικής προσφυγής του άρθ. 8 του Ν. 3200/1955 ενώπιον του Υπουργού Υγείας, ο οποίος εξετάζει την απόφαση του Νομάρχη και κατ΄ ουσίαν, δυνάμενος να την ακυρώσει ή να την τροποποιήσει. Της απόφασης του Υπουργού προηγείται γνωμοδότηση της Φαρμακευτικής Γνωμοδοτικής Επιτροπής. Η προσφυγή ασκείται από κάθε ενδιαφερόμενο εντός 30 ημερών από τη γνώση της απόφασης και έχει ενδικοφανή χαρακτήρα, αφού επιτρέπεται η πλήρης επανεξέταση της υπόθεσης[44]. Η μη άσκησή της, εφόσον ο ενδιαφερόμενος έχει ενημερωθεί επαρκώς, καθιστά την απευθείας ασκηθείσα αίτηση ακύρωσης απαράδεκτη. Η αρμοδιότητα όμως του Υπουργού πρέπει να ασκηθεί εντός της αποκλειστικής προθεσμίας των 60 ημερών, ειδάλλως στερείται της κατά χρόνο αρμοδιότητάς του για την τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξης[45].

Κοινωνική νομοθεσία

ΟΕΚ

Κατά των αποφάσεων των οργάνων του Ο.Ε.Κ. με τις οποίες γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται αίτημα δικαιούχου για χορήγηση στεγαστικής συνδρομής με τη μορφή της κλήρωσης κατοικίας ή παροχής σε δικαιούχο, είναι δυνατή, σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 5 του Κανονισμού του ΟΕΚ[46], η διατύπωση αντιρρήσεων από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον εντός μηνός από την κοινοποίηση της απόφασης της αρμόδιας Δ/νσης Στεγαστικής Συνδρομής του ΟΕΚ προς αυτόν.

Προστασία ειδικών κοινωνικών ομάδων

Με τη διαδικασία του Ν. 2643/1998 δίνεται η δυνατότητα σε πρόσωπα που ανήκουν στις ειδικά προστατευόμενες ομάδες του νόμου να τοποθετηθούν σε θέσεις του ιδιωτικού ή δημοσίου τομέα. Κατά των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων πενταμελών Επιτροπών για την τοποθέτηση των ατόμων αυτών χωρεί η ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 9 ενώπιον των δευτεροβάθμιων Επιτροπών.

Πολύτεκνοι

Αποφάσεις περί απονομής της πολυτεκνικής ιδιότητας. Αποφάσεις της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων που δέχονται τη δήλωση περί σήματος ενώπιον της ίδιας.

Πειθαρχικό δίκαιο

Δημόσιοι Υπάλληλοι

Σύμφωνα με το άρθρο 141 του Υπαλληλικού Κώδικα[47] κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών προϊσταμένων και του πειθαρχικού συμβουλίου, όταν αυτό κρίνει σε πρώτο βαθμό, με τις οποίες επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές, επιτρέπεται ένσταση, τόσο του υπαλλήλου όσο και της Διοίκησης, ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου ή του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου αντίστοιχα. Η ένσταση που αποτελεί ενδικοφανή προσφυγή, όταν στρέφεται κατά απόφασης πειθαρχικού προϊσταμένου, κατατίθεται στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο, ενώ όταν στρέφεται κατά απόφασης πειθαρχικού συμβουλίου κατατίθεται στο συμβούλιο αυτό, το οποίο τη διαβιβάζει άμεσα στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο[48]. Η ένσταση ασκείται εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, ενώ η προθεσμία για την άσκησή της και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Κατ΄ εξαίρεση, το πειθαρχικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει την άμεση εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης αν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος εκτός εάν με αυτή έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού[49].

Η άσκηση της ένστασης συνιστά προϋπόθεση του παραδεκτού της υπαλληλικής προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο. Σε περίπτωση, ωστόσο, ελλιπούς ή παράλειψης ενημέρωσης του υπαλλήλου ως προς την προβλεπόμενη ένσταση, το απαράδεκτο της απευθείας ασκηθείσας υπαλληλικής προσφυγής αίρεται[50].

Στελέχη των ενόπλων δυνάμεων

Κατά των πράξεων επιβολής των «συνήθων» πειθαρχικών ποινών που προβλέπονται στην παρ. 5 του άρθρου 40 του Ν. 3883/2010 για στελέχη των ενόπλων δυνάμεων παρέχεται, κατά την παρ. 10 του ιδίου άρθρου, η δυνατότητα άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, υπολογιζόμενης από την επομένη της ημέρας κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε νομίμως γνώση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης ή παράλειψης. Αντίθετα, για τις ποινές που χαρακτηρίζονται από τη νομοθεσία ως «καταστατικές» δεν προβλέπεται στάδιο ενδικοφανούς διαδικασίας και ως εκ τούτου το κατ΄ αυτών απευθείας ασκηθέν ένδικό βοήθημα είναι επιτρεπτό[51].

Αστυνομικοί

Κατά των αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών οργάνων του ΠΔ 120/2008 (Πειθαρχικό Δίκαιο Αστυνομικού Προσωπικού) προβλέπεται στο άρθρο 51 η δυνατότητα άσκησης προσφυγής από τον τιμωρηθέντα αστυνομικό εντός 15 ημερών από την επίδοση της απόφασης. Η προσφυγή ασκείται ενώπιον των οριζόμενων στο άρθρο 52 οργάνων και σύμφωνα με την οριζόμενη σε αυτό διαδικασία. Η υποβολή της γίνεται εγγράφως στην υπηρεσία που υπηρετεί ο προσφεύγων αστυνομικός και πρέπει να περιορίζεται μόνο στα απαραίτητα για την υπεράσπιση αυτού ζητήματα. Παράλληλα με την προσφυγή μπορούν να συνυποβληθούν νέα έγγραφα ή αποδεικτικά στοιχεία. Στη συνέχεια, η προσφυγή διαβιβάζεται στο αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, το οποίο εξετάζει εκ νέου την υπόθεση, χωρίς να μπορεί να καταστήσει δυσμενέστερη τη θέση του προσφεύγοντος. Κατά τη διαδικασία της εκδίκασης δεν είναι υποχρεωτική η εξέταση μαρτύρων και η παρουσία του προσφεύγοντος, χωρίς όμως αυτό να αποκλείεται. Δυνατή είναι και η παράσταση του προσφεύγοντος με δικηγόρο, εφόσον όμως υποβληθεί σχετικό αίτημα[52]. Η απόφαση που εκδίδεται είναι τελεσίδικη και επιδίδεται στον προσφεύγοντα, αφού συνταχθεί σχετικό αποδεικτικό επίδοσης.

Ομοίως, κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων, σύμφωνα με το άρθρο 53 του ιδίου ΠΔ, μπορεί να ασκηθεί προσφυγή εντός 20 ημερών ενώπιον του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου, το οποίο επανεξετάζει την υπόθεση, εφαρμόζοντας τη διαδικασία των άρθρων 41-46, χωρίς να μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του προσφεύγοντος. Η αρχική πειθαρχική απόφαση εφόσον παρέλθει η προθεσμία άσκησης έφεσης ή η απόφαση του Δευτεροβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου εφόσον ασκηθεί η παρεχόμενη διοικητική προσφυγή είναι τελεσίδικες και εκτελούνται άμεσα από την Υπηρεσία του τιμωρηθέντος με τις προβλεπόμενες εκ του νόμου πράξεις[53].

Οι παραπάνω προσφυγές κατά των πειθαρχικών αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών οργάνων ή των πειθαρχικών συμβουλίων της Αστυνομίας συνιστούν ενδικοφανή προσφυγή. Μόνες προσβλητές πράξεις ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων είναι οι αποφάσεις που εκδίδονται επί των ως άνω προσφυγών, με αποτέλεσμα αίτηση ακύρωσης[54] κατά πειθαρχικής απόφασης σε βάρος αστυνομικού να είναι απαράδεκτη, αν δεν έχει τηρηθεί η προηγούμενη ενδικοφανής διαδικασία[55].

Πυροσβέστες

Κατά των πειθαρχικών αποφάσεων του πρωτοβάθμιου Ανακριτικού Συμβουλίου του ΝΔ 935/1971[56] επιτρέπεται στον πειθαρχικώς εγκαλούμενο, σύμφωνα με το άρθρο 30, η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Ανακριτικού Συμβουλίου. Η προσφυγή μπορεί να ασκηθεί από τον εγκαλούμενο εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της και εντός 20 ημερών από τον Αρχηγό του οποίου το ερώτημα πειθαρχικής δίωξης υπηρετούντος υπαλλήλου απορρίφθηκε. Το Δευτεροβάθμιο Ανακριτικό Συμβούλιο επανεξετάζει την υπόθεση στην ουσία της και μπορεί να διατάξει τη διενέργεια νέας έρευνας. Η απόφαση του Δευτεροβάθμιου Ανακριτικού ή η άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας άσκησης της προβλεπόμενης προσφυγής καθιστούν την εκδοθείσα απόφαση τελεσίδικη[57].

Δικηγόροι

Στο άρθρο 77 του ν.δ. 3026/1954, Κώδικας περί Δικηγόρων, προβλέπεται ότι κατά απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου δικηγορικού συλλόγου, με την οποία επιβάλλεται οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές, ο τιμωρηθείς Δικηγόρος δικαιούται εντός 10  ημερών από την επίδοση  της  απόφασης να ασκήσει έφεση κατά αυτής ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκησή της έχουν ανασταλτική δύναμη. Το Ανώτατο  Πειθαρχικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 78 του ίδιου ν.δ., επιλαμβανόμενο της υπόθεσης, δικαιούται να διατάξει νέα ανάκριση, να καλέσει τον τιμωρηθέντα Δικηγόρο, να  μεταρρυθμίσει ή και να εξαφανίσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η απόφαση εκδίδεται εντός τριμήνου, είναι αμετάκλητη από την έκδοσή της και πρέπει να εκτελείται από τον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, χωρίς καθυστέρηση.

Μέχρι πρόσφατα, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 78 δεν ν.δ 3026/1954, κατά των αποφάσεων του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων δεν ήταν επιτρεπτή η άσκηση αίτησης ακύρωσης. Με την ΣτΕ Ολ 189/2007, η σχετική απαγορευτική διάταξη του Κώδικα περί Δικηγόρων κρίθηκε αντισυνταγματική και ως εκ τούτου ανίσχυρη, καθόσον το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν συνιστά δικαστήριο, ούτε αποτελεί όργανο εντεταγμένο στη δικαστική οργάνωση του Κράτους, ανεξάρτητα της προβλεπομένης από τον νόμο συμμετοχής στο πενταμελές Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων και δύο τακτικών δικαστών πέραν των τριών μετεχόντων σε αυτό δικηγόρων[58]. Αντίθετα, τόσο το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο όσο και τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια αποτελούν πειθαρχικά όργανα της Διοίκησης, οι αποφάσεις των οποίων υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Ύστερα λοιπόν από την εξέλιξη αυτή, εφόσον το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο των δικηγόρων κρίθηκε ότι συνιστά συλλογικό όργανο της Διοίκησης, η προβλεπόμενη έφεση ενώπιον αυτού έχει, χωρίς αμφιβολία χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής[59], της οποίας η άσκηση, υπό την προϋπόθεση ότι έχει προηγηθεί κατάλληλη και επαρκής ενημέρωση, συνιστά όρο του παραδεκτού του ασκηθέντος ενδίκου βοηθήματος.

Ιατροί

Κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων των ιατρικών συλλόγων σχετικά με τους ιατρούς-μέλη αυτών στο άρθρο 70 του B.Δ. 11 Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1957[60] προβλέπεται η άσκηση έφεσης από τον τιμωρηθέντα ιατρό ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εδρεύει στην Αθήνα. Η έφεση ασκείται εντός δέκα ημερών από την επίδοση της πειθαρχικής απόφασης. Προϋπόθεση του παραδεκτού της έφεσης είναι η καταβολή παραβόλου 100 ευρώ, το οποίο συνιστά πόρο του οικείου ιατρικού συλλόγου, ενώ το πειθαρχικό συμβούλιο που εκδίδει την καταδικαστική απόφαση αποφαίνεται για το αν η άσκηση  της έφεσης έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα[61].

Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 71 του ιδίου β.δ. έχει τη δυνατότητα διενέργειας νέας ανάκρισης, ακρόασης του ιατρού και εξουσία για την μεταρρύθμιση ή την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης. Η έφεση έχει αναμφίβολα χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής[62] και η απόφαση επί αυτής πρέπει να εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 71 του β.δ. εντός τριμήνου από την διαβίβαση της στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, έχοντας αμετάκλητο χαρακτήρα. Η απόφαση αυτή είναι πλέον η μόνη εκτελεστή πράξη και εκτελείται άμεσα από τον Πρόεδρο του οικείου ιατρικού συλλόγου, δυνάμενη πλέον να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί μόνο ύστερα από προσφυγή ουσίας ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο διοικητικού πρωτοδικείου[63].

Όσον αφορά τις πειθαρχικές αποφάσεις σχετικά με το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ., σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 3329/2005 μπορεί να ασκηθεί ένσταση ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου που εδρεύει σε κάθε Υγειονομική Περιφέρεια. Ομοίως, κατά των αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου όταν αυτό κρίνει σε πρώτο βαθμό είναι δυνατή η άσκηση έφεσης ενώπιον του Κεντρικού Πειθαρχικού Συμβουλίου, το οποίο υποχρεούται να εκδώσει απόφαση σε δύο μήνες από την ημέρα παραλαβής του σχετικού φακέλου. Η ένσταση ή η έφεση ασκείται σύμφωνα με την παρ. 5 από τον τιμωρηθέντα ιατρό εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης και από τον Υπουργό Υγείας εντός 30 ημερών από την έκδοση της απόφασης. Η ένσταση και η έφεση, όπως προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις, συνιστούν ενδικοφανή προσφυγή και όρο του παραδεκτού της προσφυγής που μπορεί να ασκηθεί, σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, εντός 30 ημερών ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο Διοικητικού Εφετείου.

Οδοντίατροι

Κατά των αποφάσεων του Πειθαρχικού Συμβουλίου των οδοντιατρικών Συλλόγων επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 66 του Ν 1026/1980 (Περί Οδοντιατρικών Συλλόγων κ.λπ.), η άσκηση έφεσης από τον τιμωρηθέντα οδοντίατρο ή το Δ.Σ. του Συλλόγου ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου των Οδοντίατρων. Η έφεση κατατίθεται εντός 30 ημερών στη γραμματεία του πειθαρχικού συμβουλίου συνοδευόμενη από παράβολο που αποτελεί πόρο του οικείου Οδοντιατρικού Συλλόγου. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκηση αυτής αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, ενώ η επί της έφεσης εκδοθείσα απόφαση εκτελείται άμεσα σύμφωνα με το άρθρο 72 από τον Πρόεδρο του οικείου Συλλόγου.

Φαρμακοποιοί

Κατά των αποφάσεων επιβολής κυρώσεων των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων των οικείων φαρμακευτικών συλλόγων, σύμφωνα με το άρθρο 67 παρ. 9 Ν. 3601/1928, επιτρέπεται έφεση που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή και ασκείται εντός 10 ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης ενώπιον του Ανωτάτου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου. Η άσκηση της έφεσης συνεπάγεται την αναστολή εκτέλεσης των ποινών μέχρι την έκδοση της απόφασης από το δευτεροβάθμιο όργανο[64]. Οι εφέσεις που ασκούνται ενώπιον του Ανώτατου Φαρμακευτικού Πειθαρχικού Συμβουλίου κατά αποφάσεων των Πειθαρχικών Συμβουλίων των Φαρμακευτικών Συλλόγων, εισάγονται και εκδικάζονται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών μηνών το αργότερο από την κατάθεση. Εάν παρέλθει άπρακτη η αποκλειστική αυτή προθεσμία, η ασκηθείσα έφεση θεωρείται ως σιωπηρώς απορριφθείσα[65].

Μηχανικοί ΤΕΕ

Οι μηχανικοί που ανήκουν στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος υπόκεινται στην πειθαρχική δικαιοδοσία του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου του ΤΕΕ[66]. Κατά των αποφάσεων του πειθαρχικού συμβουλίου επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 32 του ΠΔ 27 Νοεμ./14 Δεκ.//1926 έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου που κατατίθεται στη Γραμματεία των οικείων Πειθαρχικών Συμβουλίων, εντός 15ημερών από την κοινοποίηση τους. Δικαίωμα έφεσης έχει ο καταδικασθείς και ο Πρόεδρος του Τ.Ε.Ε, ο οποίος μπορεί να ασκήσει έφεση και κατά των ανεκκλήτων αποφάσεων του Συμβουλίου. Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης και η άσκηση της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο εκδικάζοντας την έφεση δύναται να διατάξει νέα ανάκριση και έχει την εξουσία να επικυρώσει, να μεταρρυθμίσει ή να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση με τον εξής περιορισμό: σε περίπτωση έφεσης του διωκόμενου δεν μπορεί να χειροτερεύσει την θέση του, ενώ σε περίπτωση έφεσης του Προέδρου του Τ.Ε.Ε., δεν μπορεί να την καταστήσει ευνοϊκότερη. Η εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου χαρακτηρίζεται από τις κείμενες διατάξεις ως αμετάκλητη.

Κληρικοί, μοναχοί

Η απόφαση του πρωτοβάθμιου επισκοπικού δικαστηρίου που εκδίδεται με την οποία επιβάλλονται σε κληρικούς και μοναχούς οι κυρώσεις του άρθρου 133 του Ν. 5383/1932 που επηρεάζουν την υφιστάμενη υπηρεσιακή σχέση του κληρικού με το νομικό πρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος ή με άλλο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο μπορεί να προσβληθεί με έφεση που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή[67] ενώπιον του ενώπιον του Δευτεροβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου εντός προθεσμίας 10 ημερών. Σύμφωνα δε με το άρθρο 135 η προθεσμία της έφεσης, καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης εκτός αν με αυτήν επιβάλλεται η ποινή της αργίας από κάθε ιεροπραξία. Στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως ο κατηγορούμενος κληρικός, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 142 η απόφαση επί της έφεσης δεν μπορεί να οδηγήσει σε χειροτέρευση της θέσης του εκκαλούντος. Αντίθετα, δεν προσβάλλονται ούτε με τη διοικητική ούτε με τη δικαστική οδό οι ποινές που έχουν συνέπειες καθαρά πνευματικής φύσης, όπως το επιτίμιο της ακοινωνησίας[68].

Νομοθεσία περί προστασίας καταναλωτών

Κατά των αποφάσεων των αρμοδίων αρχών περί δέσμευσης ακατάλληλων για την υγεία των καταναλωτών προϊόντων επιτρέπεται, σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 2251/1994 περί προστασίας καταναλωτών, άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον του Υπουργού Ανάπτυξης εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης.

Νομοθεσία περί ΔΟΑΤΑΠ

Κατά των αποφάσεων απόρριψης αιτήματος αναγνώρισης τίτλου σπουδών, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να υποβάλει στο οικείο Τμήμα του Δ.Σ. εντός ενός έτους από την κοινοποίηση της απόρριψης του αιτήματός του, αίτηση για επανεξέταση του θέματος, παραθέτοντας τους λόγους της επανεξέτασης και προσκομίζοντας νέα στοιχεία. Αν ο Πρόεδρος του ΔΟΑΤΑΠ είναι αρνητικός στο αίτημα, οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση σε Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης, η οποία θα εισηγηθεί προς το αρμόδιο Τμήμα του ΔΣ του ΔΟΑΤΑΠ, το οποίο και θα αποφανθεί οριστικά επί της αίτησης επανεξέτασης. η αίτηση επανεξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 13 του ν. 3329/2005 συνιστά κατά την έννοια του άρθρου 25 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, ενδικοφανή προσφυγή[69], στην οποία υπόκεινται μόνο οι πράξεις οργάνων του ΔΟΑΤΑΠ που αφορούν στην αναγνώριση της ισοτιμίας και της ισοτιμίας και αντιστοιχίας των τίτλων σπουδών της αλλοδαπής, και όχι αυτές που αφορούν στη διαπίστωση της βαθμολογικής τους αντιστοιχίας προς τη βαθμολογική κλίμακα των ελληνικών ΑΕΙ.

Δασική νομοθεσία

Κατά των αποφάσεων του δασάρχη που αποφαίνονται για το χαρακτήρα μιας έκτασης ως δασικής ή μη επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 998/1979 η υποβολή αντιρρήσεων[70], εντός δύο μηνών από τη νομότυπη δημοσίευση ή κοινοποίηση της απόφασης του δασάρχη, ενώπιον της πρωτοβάθμιας επιτροπής δασικών αμφισβητήσεων. Η επιτροπή δύναται να επανεξετάσει την υπόθεση, να διενεργήσει αυτοψία εφόσον το κρίνει αναγκαίο και να εκδώσει απόφαση εντός 3 μηνών. Κατά της απόφασης της πρωτοβάθμιας επιτροπής επιτρέπεται εντός δύο μηνών προσφυγή ενώπιον της δευτεροβάθμιας επιτροπής, η οποία οφείλει να εκδώσει ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση εντός 3 μηνών.

Πολεδομική νομοθεσία

Οι εκθέσεις αυτοψίας για τον χαρακτηρισμό κτίσματος ως αυθαιρέτου. Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 391 του Κώδικα Πολεοδομικής Νομοθεσίας (άρθρο 4 του ΠΔ 267/1998), επιτρέπεται άσκηση ένστασης που συνιστά ενδικοφανή προσφυγή εντός 30 ημερών, από την τοιχοκόλληση της ένστασης στο αυθαίρετο κτίσμα[71]. Μαζί με την ένσταση μπορούν να κατατεθούν και απόψεις και στοιχεία που αμφισβητούν την ορθότητα της εκτίμησης της αξίας του αυθαιρέτου και τον υπολογισμό των προστίμων, που αναφέρονται στην επίμαχη έκθεση. Η ένσταση  εξετάζεται σε ημέρα και ώρα που υποχρεωτικά[72] γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο από τετραμελή επιτροπή υπαλλήλων της πολεοδομικής υπηρεσίας, η οποία μπορεί να δεχθεί ή να απορρίψει την ένσταση. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να αναγράφεται πάνω στο σώμα της ένστασης, υπογραφόμενη από όλα τα μέλη της επιτροπής).

Νομοθεσία περί αλλοδαπών

Απέλαση

Κατά της πράξης απέλασης που εκδίδεται δυνάμει του ν. 3386/2005 προβλέπεται η ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 77 του ιδίου νόμου ενώπιον του Γενιικού Αστυνομικού Διευθυντή οργάνου δηλαδή που ανήκει στην ιδια διοικητική ιεραρχία με αυτό που αποφάσισε την απέλαση εντός προθεσμίας 5 ημερών. Η σχετική απόφαση του Υπουργού εκδίδεται μέσα σε 3 εργάσιμες ημέρες από την άσκηση της προσφυγής. Εξ άλλου κατά την ίδια διάταξη η άσκηση της προσφυγής συνεπάγεται την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης απέλασης. Ειδικότερα, ο νομοθέτης με το ισχύον νομικό καθεστώς μετέφερε την αρμοδιότητα αυτή από τον Γενικό Γραμματέα της αρμόδιας κατά τόπο Περιφέρειας (ως βαθμού αποκεντρωμένης διοίκησης) σε όργανο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, δηλαδή ουσιαστικά σε όργανο που ανήκει στην ίδια διοικητική ιεραρχία με αυτό που αποφάσισε την απέλαση[73].

Παροχή ασύλου

Κατά αποφάσεων που απορρίπτουν ή ανακαλούν το αίτημα για διεθνή προστασία που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του ΠΔ 114/2010[74] προβλέπεται σε δεύτερο βαθμό επανάκριση του ζητήματος ύστερα από άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 25 του ανωτέρω ΠΔ αναλόγως του είδους της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι προσφυγές κρίνονται από την Επιτροπή Προσφυγών του άρθρου 26, η οποία αποφαίνεται σε προθεσμία 3 ή 6 μηνών ανάλογα με την προσβαλλόμενη πράξη. Μέχρι την ημερομηνία έκδοσης απόφασης από την Επιτροπή κατά την παρ. 2 του άρθρου 25 αναστέλλεται κάθε μέτρο απέλασης του αιτούντος.

Αντίστοιχα, κατά των πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με το ΠΔ 220/2007[75] περί περιορισμού ή διακοπής της παροχής συνθηκών υποδοχής που αφορούν πρόσφυγες επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 15 του ίδιου ΠΔ η άσκηση προσφυγής εντός 5 ημερών ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τη λειτουργία του Κέντρου Φιλοξενίας. Η απόφαση επί της προσφυγής εκδίδεται εντός 5 ημερών από την άσκηση της και επιδίδεται στον προσφεύγοντα, όντας οριστική για τον ενδιαφερόμενο.

Φορολογική νομοθεσία

Για πράξεις από τις οποίες αναφύονται φορολογικές διαφορές όταν το αμφισβητούμενο ποσό είναι άνω των 300.000 ευρώ προβλέπεται στο άρθρο 70Α του Ν. 2238/1994 η άσκηση αίτησης διοικητικής επίλυσης ενώπιον της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών (Ε.Δ.Ε.Φ.Δ.), που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Στη συγκεκριμένη αίτηση με το άρθρο 4 του Ν. 4051/2012[76] προσδόθηκε ενδικοφανής χαρακτήρας με την έννοια ότι για την άσκηση προσφυγής «απαιτείται, επί ποινή απαραδέκτου ασκήσεως της προσφυγής, να έχει προηγηθεί η αίτηση για υπαγωγή στη διαδικασία διοικητικής επίλυσης της διαφοράς ….. και η ολοκλήρωση αυτής, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της». Καθοριστικής σημασίας είναι εν προκειμένω η εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης από τη Διοίκηση[77]. Η αίτηση κατατίθεται στην αρμόδια φορολογική αρχή και διαβιβάζεται, μαζί με το σχετικό φάκελο, από αυτή στην Ε.Δ.Ε.Φ.Δ., μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κατάθεση της και η σχετική απόφαση εκδίδεται το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την περιέλευση της αίτησης[78]. Ιδιαίτερα πρέπει να επισημανθεί η διατύπωση του νόμου ότι απαιτείται «η ολοκλήρωση» της διαδικασίας επίλυσης, με αποτέλεσμα να συνάγεται το συμπέρασμα ότι ειδικά στην περίπτωση αυτή δεν επιτρέπεται η πρόωρη άσκηση του ενδίκου βοηθήματος κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 63 του ΚΔΔ, εάν προηγουμένως δεν ολοκληρωθεί η διαδικασία της επίλυσης ή δεν παρέλθει ο χρόνος απόφανσης της αρμόδιας επιτροπής.

Περιβαλλοντική νομοθεσία

Σύμφωνα με το άρθρο 30 του Ν. 3982/2011[79] κατά των αποφάσεων της αδειοδοτούσας Αρχής με τις οποίες χορηγούνται άδειες εγκατάστασης και λειτουργίας στις μεταποιητικές και συναφείς δραστηριότητες, καθώς επίσης και κατά των αποφάσεων με τις οποίες επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ιδίου νόμου, χωρεί προσφυγή για παράβαση νόμου. Ειδικώς όμως αν η αξία του μηχανολογικού εξοπλισμού υπερβαίνει το ποσό του 1.000.000 ευρώ ή η αποθηκευτική ικανότητα της αποθήκης υπερβαίνει τα 20.000 κυβικά μέτρα, οι αποφάσεις της αδειοδοτούσας Αρχής, με τις οποίες απορρίπτονται αιτήματα για χορήγηση άδειας εγκατάστασης υπόκεινται σε ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 31, που ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της απορριπτικής απόφασης. Η άσκηση της προσφυγής κατά τη ρητή διατύπωση του νόμου αποτελεί «προϋπόθεση για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων». Ωστόσο, για το παραδεκτό της άσκησης της ενδικοφανούς προσφυγής πρέπει να καταβάλλεται παράβολο ίσο προς το 0,5 % της αξίας του μηχανολογικού εξοπλισμού της δραστηριότητας ή το 2,5% της αποθηκευτικής ικανότητας της αποθήκης και μέχρι του ποσού των 1.500 ευρώ. Ενώπιον της επιτροπής εξέτασης της προσφυγής καλείται πάντοτε για την υποστήριξη της προσφυγής του ο ενδιαφερόμενος, ενώ η απόφαση της εκδίδεται εντός 30 ημερών.

Νομοθεσία περί μεταλλείων και λατομείων

Μεταλλεία

Κατά των αποφάσεων του Επιθεωρητή Μεταλλείων που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ.1 του Ν. 669/1977 περί επιβολής κυρώσεων εξαιτίας παράβασης όρων της άδειας εκμετάλλευσης ή του Κανονισμού Μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών ή λόγω μη συμμόρφωσης σε υποδείξεις του Επιθεωρητή προβλέπεται σύμφωνα με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου η άσκηση διοικητικής προσφυγής. Η προβλεπόμενη προσφυγή έχει ενδικοφανή χαρακτήρα, ασκούμενη εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση της πράξης επιβολής κυρώσεων, ενώπιον του Συμβουλίου Μεταλλείων, που αποτελεί συλλογικό διοικητικό όργανο, ενώ η άσκησή της δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα της προσβαλλόμενης απόφασης[80].

Λατομεία

Αποφάσεις σχετικά με την εκμίσθωση και διαχείριση λατομείων (άρθρο 22 του Ν. 669/1977: κατά των απορριπτικών αποφάσεων του «Νομάρχου» ως οργάνου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης (μετά τον Ν. 3852/2010 εννοείται ο Γενικός Γραμματέας Αποκεντρωμένης Διοίκησης) προβλέπεται ενδικοφανής προσφυγή, ασκούμενη εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης, ενώπιον του «Υπουργού Βιομηχανίας και Ενεργείας» (νυν Υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής), ο οποίος κατά τη ρητή διατύπωση της οικείας διάταξης αποφαίνεται επί αυτής «κρίνων και ουσία»[81]). Η προσφυγή αυτή ασκείται όχι μόνο κατά των ρητών απορριπτικών αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, αλλά και κατά οποιασδήποτε άλλης πράξης από την οποία μπορεί να συναχθεί απόρριψη αιτήματος[82].

Έλεγχος εποπτείας επί των ΟΤΑ

Η προσφυγή νομιμότητας του άρθρου 227 του Ν. 3852/2010 ενώπιον του Ελεγκτή Νομιμότητας για πράξεις των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων ΟΤΑ, της οποίας η προηγούμενη άσκηση είναι επίσης υποχρεωτική για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ως ένα είδος υποχρεωτικού προσταδίου κατά την αντίστοιχη λογική καθιέρωσης της ενδικοφανούς προσφυγής[83].

 

Ελλείψει αξιόπιστων στατιστικών στοιχείων ως προς τα ποσοστά ευδοκίμησης αυτών των προσφυγών και δεδομένου ότι ενώπιον των δικαστηρίων καταλήγει ένα μέρος των αποφάσεων που απορρίπτουν εν όλω ή εν μέρει  την ενδικοφανή προσφυγή είναι δύσκολο να συναχθούν ασφαλή συμπεράσματα ως προς την αποτελεσματικότητα εκάστης εξ αυτών.

 

2. Διαφορετικό καθεστώς

 

Οι διατάξεις που την καθιερώνουν είναι λακωνικές, ελλειπτικές και συχνά ασαφείς, με συνέπεια να ανακύπτουν ζητήματα ερμηνείας, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται και όροι όπως «ένσταση» [84] «αντιρρήσεις», «έφεση», «προσφυγή», αίτηση θεραπείας, «αίτηση αναθεώρησης», «αίτηση επανεξέτασης». Μάλιστα, στην πλειονότητα των παραπάνω περιπτώσεων, ο χαρακτηρισμός της προσφυγής ως ενδικοφανούς δίδεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας[85], το οποίο στηρίζεται στα κριτήρια της αποκλειστικής προθεσμίας άσκησης και απόφανσης επί της προσφυγής, στην εξουσία πλήρους επανεξέτασης της υπόθεσης και στον καθορισμό συγκεκριμένου οργάνου ενώπιον του οποίου ασκείται η παρεχόμενη διοικητική προσφυγή[86].

Το νομικό καθεστώς διαφέρει. Ρυθμίζονται με διαφορετικό τρόπο οι προθεσμίες άσκησης, το αρμόδιο όργανο, και η προθεσμία απόφανσης. Για παράδειγμα, άλλοτε φαίνεται να δίνεται προτεραιότητα στην ταχεία διευθέτηση της υπόθεσης με τον καθορισμό σύντομης προθεσμίας για την άσκηση της διοικητικής προσφυγής και άλλοτε στον ενδελεχή έλεγχό της και στην επίλυση της διαφοράς με την πρόβλεψη πολύμηνης προθεσμίας, ώστε να έχει τη δυνατότητα ο διοικούμενος να προετοιμάσει πληρέστερα την άμυνα του[87]. Περαιτέρω, ενίοτε προβλέπεται κοινοποίηση της προσφυγής στους θιγόμενους[88], καταβολή παραβόλου[89], ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής, πρόβλεψη προθεσμίας για την έκδοση απόφασης και συναγωγή τεκμηρίου απόρριψης ή αποδοχής μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής κ.λπ.

Λόγω των ελλειπτικών διατάξεων πολλά θέματα παραμένουν αρρύθμιστα και δημιουργούν προβλήματα, όπως η έκταση του μεταβιβαστικού αποτελέσματος {αν δηλαδή η εκδούσα την πράξη αρχή μπορεί να προβεί σε ανάκληση της πράξης ενόσω η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον του αρμόδιου για την ενδικοφανή προσφυγή οργάνου, το οποίο όμως δεν έχει αποφανθεί ακόμη}, το ζήτημα αν είναι δυνατή η χειροτέρευση της θέσης του ενδιαφερομένου σε περίπτωση μεταβολής του νομικού καθεστώτος (όχι όμως και διαφορετικών ουσιαστικών εκτιμήσεων της αρμόδιας αρχής), το προσωπικό πεδίο εφαρμογής, η έναρξη της προθεσμίας όσον αφορά τους τρίτους[90].

 

Β. Προτάσεις για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των ενδικοφανών προσφυγών

 

Λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, τις λειτουργίες που πρέπει να επιτελούν οι ενδικοφανείς προσφυγές και, αφετέρου, τις απογοητευτικές, σε μεγάλο βαθμό, επιδόσεις του θεσμού, θα μπορούσαν να διατυπωθούν κάποιες προτάσεις βελτίωσης του νομικού καθεστώτος τους, υπό το πρίσμα και των αντίστοιχων εμπειριών άλλων εννόμων τάξεων.

–          Όχι γενίκευση των ενδικοφανών προσφυγών. Οι υποθέσεις διαφέρουν μεταξύ τους και ορισμένες κατηγορίες διαφορών δεν ενδείκνυνται για την εισαγωγή τέτοιας διαδικασίας (ιδίως στις περιπτώσεις περισσοτέρων σταδίων παραγωγής της διοικητικής πράξης), η οποία θα προκαλέσει απλώς επιβάρυνση της διοίκησης και καθυστέρηση της πρόσβασης στον δικαστή. Περαιτέρω, θα πρέπει να εξετασθεί σε ποιες περιπτώσεις η σχετική διαδικασία έχει αποδειχθεί εντελώς αναποτελεσματική και, αν δεν υπάρχουν περιθώρια ή προοπτικές βελτίωσης, να καταργηθεί.

–          Όχι ενοποίηση του νομικού καθεστώτος των ενδικοφανών προσφυγών. Οι υποθέσεις διαφέρουν, όσον αφορά την περιπλοκότητα των πραγματικών ή νομικών ζητημάτων. Ενίοτε απαιτείται ενδελεχέστερη έρευνα, επομένως διαφορετικές προθεσμίες, όπως και όργανα διαφορετικής εξειδίκευσης. Κατά συνέπεια, μια διάταξη όπως αυτή του άρθρου 68 του ν. 4055/2012, Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής, η οποία είχε αναρτηθεί στο διαδίκτυο για διαβούλευση ερχεται σε αντίθεση με την μετριοπαθή και μελετημένη προσέγγιση του Γάλλου νομοθέτη. Η εν λόγω διάταξη, η οποία δεν περιελήφθη στο τελικό κείμενο, λόγω έλλειψης των αναγκαίων πόρων για την πραγματοποίηση των τροποποιήσεων, επιχείρησε την ανατροπή του συστήματος ενδικοφανών προσφυγών που ισχύει στην ελληνική έννομη τάξη, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνολική μελέτη του θέματος. Προέβλεψε τη σύσταση, στην έδρα κάθε Αποκεντρωμένης Διοίκησης, μιας Επιτροπής Επίλυσης Διοικητικών Αμφισβητήσεων, αποτελούμενης από επιμέρους κλιμάκια για την εκδίκαση όλων των ενδικοφανών προσφυγών της νομοθεσίας, με συνέπεια να παραγνωρίζονται οι ιδιαιτερότητες της κάθε περίπτωσης, καθόσον ανατίθεται η επίλυση της διοικητικής αμφισβήτησης σε επιτροπές ξένες προς το έργο αυτό.

Από τη ρύθμιση, εξάλλου, κατά την οποία «[τ]ο επιλαμβανόμενο του ενδίκου βοηθήματος δικαστήριο αποφαίνεται ανεκκλήτως», συνάγεται ότι με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις επιδιωκόταν η αντικατάσταση ενός βαθμού δικαστικής κρίσης από την υιοθέτηση μίας γενικής ενδικοφανούς προσφυγής για κάθε αναφυόμενη αμφισβήτηση που προκαλείται από πράξεις της Διοίκησης. Πρόκειται για υπερβολικά φιλόδοξη διάταξη, η οποία δεν στηρίχθηκε στη μελέτη των ιδιαιτεροτήτων κάθε κατηγορίας διοικητικών διαφορών καθώς και της μέχρι τούδε λειτουργίας των ισχυουσών στην Ελλάδα ενδικοφανών προσφυγών.

– Αρτιότερη και επιμελέστερη διατύπωση των διατάξεων που διέπουν τις ενδικοφανείς διαδικασίες.

-Αποσαφήνιση των όρων άσκησης της προσφυγής, υπό την έννοια της ενίσχυσης του καθήκοντος ενημέρωσης. Ειδικότερα, η ενημέρωση θα πρέπει να αφορά την ύπαρξη ενδικοφανούς προσφυγής, την προθεσμία άσκησης και το σημείο έναρξης αυτής, την αρμόδια αρχή, τις συνέπειες του υποχρεωτικού χαρακτήρα (προϋπόθεση του παραδεκτού του ενδίκου βοηθήματος) και το γεγονός ότι η αρχή θα αποφασίσει επί τη βάσει του νομικού και πραγματικού καθεστώτος που ισχύει κατά τον χρόνο έκδοσης της δικής της απόφασης και όχι της προσβαλλόμενης πράξης.

– Πρόβλεψη ειδικού οργάνου, εκτός της διοικητικής ιεραρχίας που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, καθόσον το ίδιο ή το ιεραρχικά προϊστάμενο όργανο επιχειρεί τη διάσωση της πράξης του. Η σύσταση ειδικών οργάνων συνεπάγεται μεγαλύτερη δαπάνη, αλλά παρέχει εχέγγυα πιο αδέσμευτης και πιο αντικειμενικής κρίσης[91].

– Πρόβλεψη διαδικαστικών εγγυήσεων υπέρ του διοικουμένου: προηγούμενη ακρόαση, προφορική διαδικασία, δυνατότητα εκπροσώπησης από δικηγόρο, οπωσδήποτε υποχρέωση ειδικής αιτιολογίας των αποφάσεων, αφού αυτές αποτελούν την τελική θέση της διοίκησης.

-Αποφυγή της «δικαστικοποίησης»/ «δικονομοποίησης»       της ενδικοφανούς διαδικασίας, με την πρόβλεψη διαδικαστικών τύπων που δυσχεραίνουν τη θέση του στερούμενου νομικής παιδείας διοικουμένου, όπως η ανταλλαγή υπομνημάτων, ή η πρόβλεψη της αποκρυστάλλωσης της διαφοράς, με την έννοια της αδυναμίας προβολής νέων λόγων κατά την ένδικη διαδικασία. Τέτοιες διαδικαστικές δεσμεύσεις και επιβαρύνσεις καθιστούν την ενδικοφανή προσφυγή στάδιο προετοιμασίας του ενδίκου βοηθήματος, «προθάλαμο» του δικαστηρίου, τον οποίο ο διοικούμενος επιδιώκει να διαβεί το ταχύτερο δυνατόν, ώστε να υποβάλει το αίτημά του ενώπιον του δικαστή από τον οποίο και μόνον αναμένει ικανοποίηση. Αντίθετα, η ενδικοφανής προσφυγή, για να επιτελέσει τη λειτουργία αποσυμφόρησης του δικαστηρίου, θα πρέπει να παραμείνει μια αμιγώς διοικητική διαδικασία, ευέλικτη και φιλική προς τον διοικούμενο, η οποία παρέχει τη δυνατότητα εξωδικαστικής διευθέτησης της διαφοράς, αφού μόνον η έκβαση αυτή ικανοποιεί τον διάδικο και αποκλείει την προσφυγή στο δικαστήριο. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η προσφυγή του νόμου 4051/2012, η οποία παρέχει εχέγγυα αποτελεσματικότητας, λόγω, αφενός, της συγκρότησης και της εξειδίκευσης της αρμόδιας επιτροπής και, αφετέρου, του εύρους των εξουσιών της και της ευελιξίας της διαδικασίας.

 

Πάντως, η αποτελεσματικότητα των ενδικοφανών προσφυγών εξαρτάται λιγότερο από τη θέσπιση νομικώς δεσμευτικών κανόνων και κυρίως από τη διάθεση των διοικητικών αρχών να επανεξετάσουν πλήρως την υπόθεση και να καταλήξουν στον φιλικό διακανονισμό  της διαφοράς. Ευστόχως παρατηρήθηκε ότι το οπλοστάσιο νομοθετικών δυνατοτήτων βελτίωσης στον τομέα αυτόν δεν είναι ανεξάντλητο[92]!

Ευγενία Β. Πρεβεδούρου

Επικ. Καθηγήτρια Νομικης Α.Π.Θ.

 


[1] J-C. Bonichot, Le recours administratif préalable obligatoire : dinosaure juridique ou panacée administrative ?, Mélanges en l’honneur de Daniel Labetoulle, Dalloz 2007, σ. 81, με πλείονες παραπομπές προς τεκμηρίωση του «λίαν αρνητικού απολογισμού» της ενδικοφανούς προσφυγής.

[2]. H. Pauliat, Célérité de la justice administrative et qualité de la décision juridictionnelle, in Performance et droit administratif (sous la direction de N. Albert), Lexis Nexis, Litec, 2010, σ. 247 (253)˙ Ed. Geffray, Le juge administratif et l’évaluation du temps, in Performance et droit administratif (sous la direction de N. Albert), Lexis Nexis, Litec, 2010, σ. 285 (290). Βλ. το πρόσφατο γαλλικό διάταγμα για την πειραματική εφαρμογή της υποχρεωτικής διοικητικής προσφυγής στις διαφορές σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση ορισμένων κατηγοριών κρατικών υπαλλήλων: Décret n° 2012-765 du 10 mai 2012 portant expérimentation de la procédure de recours administratif préalable aux recours contentieux formés à l’encontre d’actes relatifs à la situation personnelle des agents civils de l’Etat. Πρόκειται για την απαρχή μιας πολιτικής που, σύμφωνα με τις προθέσεις των εμπνευστών της, θα εδραιωθεί και θα επεκταθεί και σε άλλους τομείς της διοικητικής δραστηριότητας (J.-M. Sauvé, Les mutations de la justice administrative. Conclusions et perspectives, AJDA 22/2012, σ. 1220 [1225]).

[3] Νόμοι 3886/2010, 3900/2010, 4055/2012.

[4]. Βλ. εκτενή ανάλυση του θέματος και της λεπτής ισορροπίας που αναζητεί ο διοικητικός δικαστής μεταξύ του αναγκαίου χρόνου για την ορθή εκπλήρωση του έργου του και για την εγγύηση της ποιότητας της δικαιοσύνης, αφενός, και της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας που καταλήγει στην έκδοση της δικαστικής απόφασης, αφετέρου, σε D. Connil, L’office du juge administratif et le temps, Dalloz 2012, σσ. 30-223. Σημειωτέον ότι η εν λόγω προβλεπόμενη στον γαλλικό Code de justice administrative χρηματική κύρωση κολάζει την άσκηση όντως καταχρηστικών ενδίκων βοηθημάτων και μέσων, σε αντιδιαστολή με την επιβολή και αύξηση των παραβόλων, την οποία προκρίνει συστηματικά ο Έλληνας νομοθέτης και η οποία μπορεί να αποτελέσει ουσιώδη περιορισμό του δικαιώματος δικαστικής προστασίας (βλ. ιδίως άρθρο 11 της από 4-12-2012 ΠΝΠ, με το οποίο προβλέφθηκε ότι για την παραδεκτή άσκηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων καταβάλλεται παράβολο ανερχόμενο σε 1% επί της προϋπολογισθείσης αξίας της σύμβασης, το ύψος του οποίου δεν μπορεί να υπερβεί τις 50.000 ευρώ).

[5] E. Prevedourou, Les recours administratifs obligatoireς. Εtude comparée des droit allemand et français, LGDJ, 1996, σ. 160 επ.

 

[6] Bλ., αντί πολλών, E. Prevedourou, Les recours administratifs obligatoireς. Εtude comparée des droit allemand et français, όπ.π., σ…

[7] Βλ. συναφώς Palmen/Schönenbroicher, Die Verwaltungsstrukturreform in Nordrhein-Westfalen, NVwZ 2008, σ. 1173 [1178]˙ Ch. Steinbeib-Winkelmann, Abschaffung des Widerspruchsverfahrens – ein Fortschritt?, NVwZ 2009, σ. 686.

[8] Βλ. αναλυτικά για τις πρόσφατες εξελίξεις, Dolde/Porsch in Schoch/Schneider/Bier, Verwaltungsgerichtsordnung, 23. Ergänzungslieferung, 2012, C. H. Beck˙ Chr. Steinbeiß-Winkelmann/G. Ott, Das Widerspruchsverfahren als Voraussetzung des Gerichtszugangs in VwGO, FGO und SGG, NVwZ 2011, σ. 914.

[9] Conseil d’État, Les recours administratifs préalables obligatoires (RAPO), La Documentation française, 2008.

[10] Έτσι η κρατούσα γνώμη. Αντίθετα, ο J.-Fr. Brisson, Les recours administratifs préalables obligatoires en droit public français, alternative au juge ou voie sans issue ?, 13 mars 2009, Table ronde organisée par La Chaire “Mutations de l’Action Publique et du Droit Public”, Sciences Po, θεωρεί ότι μόνο με τη θέσπιση αυστηρών διαδικαστικών κανόνων μπορούν οι ενδικοφανείς προσφυγές να επιτελέσουν τη λειτουργία της αποσυμφόρησης των δικαστηρίων.

 

[11] J.-M. Sauvé, Les mutations de la justice administrative. Conclusions et perspectives, AJDA 22/2012, σ. 1220 [1225].

[12] ΓεΔΕΕ της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, Τ-326/09 Ρ, Vahan Adjemian e.a κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σκέψη 31. Σημειώνεται ότι, βάσει του άρθρου 117 του ΚΛΠ, η νομολογία αυτή έχει, κατ’ αναλογία, εφαρμογή επίσης επί προσφυγής μη μονίμου υπαλλήλου στρεφομένης κατά απόφασης της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) ή κατά της αποχής της ΑΣΣΠΑ από το να λάβει μέτρο επιβαλλόμενο από το ΚΛΠ.

[13] Διατάξεις ΠΕΚ της 11ης Μαΐου 1992, T‑34/91, Whitehead κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑1723, σκέψεις 18 και 19, καθώς και της 6ης Νοεμβρίου 1997, T‑15/96, Liao κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑329 και II‑897, σκέψη 54.

[14] ΔΕΚ της 11.07.1976, 58/75, Sergy κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 419, σκέψεις 31 έως 33˙ της 20.03.1984, 75/82 και 117/82, Razzouk και Beydoun κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 1509, σκέψη 9.

[15] ΔΕΚ της 07.05.1986, 52/85, Rihoux κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 1555, σκέψεις 12 και 14, και της 19.11.1998, C‑316/97 P, Κοινοβούλιο κατά Gaspari, Συλλογή 1998, σ. I‑7597, σκέψεις 17 και 18 της 14.03.1989, 133/88, Del Amo Martinez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1989, σ. 689, σκέψη 10· ΠΕΚ της 31.05.2005, T‑284/02, Διονυσοπούλου κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ., σ. I‑A‑131 και II‑597, σκέψη 62.

[16] Δικαστήριο ΔΔ της 14.12.2010, F-25/07, Bleser κατά Δικαστηρίου, σκέψη 42.

[17] Σκέψη 119 της απόφασης. Στο γαλλικό κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος cause, οπότε θα ήταν σκόπιμο, προς αποφυγή παρανοήσεων, να αποδοθεί ως αιτία και όχι ως λόγος, όρος που απαντά στο ελληνικό κείμενο της απόφαση. Στη συνέχεια, πάντως, της σκέψης αυτής και στο ελληνικό κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος «αιτία».

[18] Για τη διάκριση αυτή στο ενωσιακό δικονομικό δίκαιο, βλ. ΔΕΚ της 02.04.1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 67· Δικαστήριο ΔΔ της 21.02.2008, F‑31/07, Putterie-De-Beukelaer κατά Επιτροπής, σκέψεις 57 επ., που αποτελεί το αντικείμενο αίτησης αναίρεσης εκκρεμούσας ενώπιον του ΓεΔΕΕ, υπόθεση T‑160/08 P, και της 11.09.2008, F‑135/07, Smadja κατά Επιτροπής, σκέψη 40, που αποτελεί αντικείμενο αίτησης αναίρεσης εκκρεμούσας ενώπιον του ΓεΔΕΕ, υπόθεση T‑513/08 P.

[19] Σκέψεις 119 και 120 της απόφασης Mandt κατά Κοινοβουλίου. Βλ. μεταγενέστερες αποφάσεις της 15.12.2010, F-14/09, Ana Maria Almeida Campos κατά Συμβουλίου, σκέψη 28˙ της 13.01.2011, F-77/09, Bart Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 129˙ της 13.09.2011, F-68/10, Thorsten Behnke κατά Επιτροπής, σκέψεις 32, 33˙ της 29.09.2011, F-72/10, Mario Paulo da Silva Tenreiro κατά Επιτροπής, σκέψη 59˙ διάταξη του προέδρου του Δικαστηρίου ΔΔ της 28.09.2011, F-42/07, Antonio Prieto κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σκέψη 94.

[20] Επίκληση του παράνομου χαρακτήρα πράξης γενικής ισχύος, κατά κανόνα κανονισμού, με την ευκαιρία προσφυγής κατά ατομικής πράξης, λόγω του απαραδέκτου της ευθείας προσβολής της πράξης γενικής ισχύος (άρθρο 277 ΣΛΕΕ). Για την προβολή της ένστασης παρανομίας στο πλαίσιο των υπαλληλικών διαφορών, βλ. L. Coutron, La contestation incidente des actes de l’Union européenne, Bruxelles, Bruylant, 2008, σ. 156 επ., 474 επ.

[21] Σκέψη 121 της απόφασης Mandt κατά Κοινοβουλίου.

[22] Βλ. αναλυτικά Β. Βertrand, Le juge de l’Union européenne, juge administratif, Bruxelles, Bruylant, 2012, σ. 922, με πλούσιες βιβλιογραφικές παραπομπές.

[23] G. Vandersanden, Propositions d’amélioration du régime des voies de recours en matière de fonction publique communautaire, in P. Demaret/I. Govaere/D. Hanf (dir.), European Legal Dynamics /Dynamiques juridiques européennes: Revised and updated edition of 30 years of European Legal Studies at the College of Europe, Peter Lang, Bruxelles, 2007, σ. 161˙ του ιδίου, Pour une réforme de la procédure préalable dans le contentieux de la fonction publique communautaire, in Liber amicorum en l’honneur de Bo Vesterdorf, Bruxelles, Bruylant, 2007, σ. 295 (303 επ.).

[24] Δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημόσιων συμβάσεων − Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Ιουνίου 1989 (ΕΕ L 395) και την Οδηγία 92/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992 (ΕΕ L 76), όπως τροποποιήθηκαν με την Οδηγία 2007/66/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007 (ΕΕ L 335) (ΦΕΚ Α΄ 173).

[25] Δικαστική προστασία κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης συμβάσεως δημόσιων έργων, κρατικών προμηθειών και υπηρεσιών σύμφωνα με την οδηγία 89/665/ΕΟΚ

[26] ΣτΕ ΕΑ 314/2008, 1315/2007, 157/2006, 755/2002. Βλ. ενδεικτικά Φ. Αρναούτογλου, Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του Ν 3886/2010. Προϋποθέσεις παραδεκτού και βασίμου. Έλεγχος του δικαστηρίου, Νομική Βιβλιοθήκη, 2011, αρ. περ. 193.

[27] ΣτΕ 1670/2010, 2173, 20/2009, Σ.τ.Ε. 3136/2003, 733/2005, 4601/2005 2283/2006.

[28] ΣτΕ 3323/2009. Πρβλ. και ΣτΕ 1454/1975 και σχετικό σχόλιο Χρ. Πολίτη, ΤοΣ 1978, σ, 85.

[29] ΣτΕ 1394/2009,  3114/2010.

[30] CE 18 novembre 2005, Houlbreque, Lebon σ. 513, RFDA 2006, σ. 543, concl. T.-X. Girardot, AJDA 2005, σ. 2453, chron. C. Landais/F. Lenica. Βλ. και J-Cl. Bonichot/P. Cassia/B. Poujade, Les grands arrêts du contentieux administratif, Dalloz, 2011, n° 42.

[31] R. Chapus, Droit du contentieux administratif, Montchrestien, 2008, n° 382˙ J-F. Brisson, Les recours administratifs en droit public français, contribution à l’étude du contentieux administratif non juridictionnel, LGDJ, 1996, σ. 462-463, E. Prevedourou, Les recours administratifs obligatoires. Εtude comparée des droits français et allemand, LGDJ, 1996, σ.  303.

[32] CE 21 mars 2007, Garnier, Lebon, σ. 128, LPA 27 nov. 2007, n° 237, σ. 6, obs. A. Claeys˙ CE 20 févr. 2008, Min. de l’Agriculture, de l’Alimentation, de la Pêche et des Affaires rurales, n° 272058.

[33] CE 20 mai 1949, Sieur Berc, Lebon σ. 230, εκτός αν πρόκειται για λόγο δημόσιας τάξης ή αν αφορά τη διαδικασία κατάρτισης του σχεδίου αναδασμού (plan de remembrement).

[34] CE 11 oct. 1972, Elections des délégués des collèges étudiant au Conseil de l’unité d’enseignement et de recherche mathématiques et informatique de l’université de Rennes, Lebon σ. 628.

[35] J-C. Bonichot, Le recours administratif préalable obligatoire : dinosaure juridique ou panacée administrative ?, όπ.π.,  σ. 81.

[36] Bλ. άρθρο 7 παρ. 2, του ΝΔ 3710/1957, Θέματα διοικήσεως και ελέγχου ΙΚΑ, που ορίζει τα εξής:

«2. Το άρθρο 4 του ΒΔ από  11-5/26-6-54 περί  ΤΔΕ του ΙΚΑ αντικαθίσταται  ως  ακολούθως:

Η ΤΔΕ ασκεί τις παρακάτω αρμοδιότητες :

α) Αποφαίνεται επί των ενστάσεων κατά πάσης φύσεως αποφάσεων του διευθυντή του Υποκ/τος ΙΚΑ που αφορούν την ασφάλιση, τη διάρκεια της ασφαλιστικής σχέσης, τον υπολογισμό και την καταβολή των εισφορών, την πραγματοποίηση των ασφαλιστικών παροχών και οποιοδήποτε άλλο θέμα της αρμοδιότητάς του και περιλαμβάνεται τον ουσιαστικό και νομικό έλεγχο της ορθότητας αυτών. Από τις ανωτέρω αρμοδιότητες εξαιρείται η εκδίκαση υποθέσεων σχετικά με την προσαύξηση ποσοστού αναπηρίας, σύμφωνα με την περίπτωση στ΄ της παρ. 5 του άρθρου 28 του ν. 1846/1951, όπως ισχύει»….. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄ προστέθηκε με το άρθρο 77 παρ. 9 του Ν. 3996/2011, Αναμόρφωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, ρυθμίσεις θεμάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις, ΦΕΚ Α΄ 170/5.8.2011.

 

[37] Εκτός αν πρόκειται για ΝΠΙΔ που ρητά εξαιρείται από τον Ν. 1418/1984, όπως η ΔΕΠΑΝΟΜ (βλ. ΑΠ 357/2012).

[38] Οι Επιτροπές Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας ήδη από τη θέση σε ισχύ του ήδη καταργηθέντος Ν. 2522/1997 απέφευγαν να χαρακτηρίσουν τη συγκεκριμένη προσφυγή ως ενδικοφανή, αρκούμενες στον όρο «προδικαστική προσφυγή», την οποία θεωρούν απλώς ως «απαραίτητη διαδικαστική προϋπόθεση» για το παραδεκτό της αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων (βλ. ενδεικτικά Ε.Α. ΣτΕ 49/1998). Επίσης, πιο αναλυτικά Ε. ΚΟΥΤΟΥΠΑ-ΡΕΓΚΑΚΟΥ, «Η προσωρινή προστασία κατά τη διαδικασία ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων μετά το Ν. 2522/1997», ΝοΒ 4/1999, σ. 35

[39] ΣΠ. ΒΛΑΧΌΠΟΥΛΟΣ, Όψεις της δικαστικής προστασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το παράδειγμα του ν. 2522/1997 για τα δημόσια έργα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1998, σ. 91

[40] Άρθρο 11 του Ν. 393/1976, άρθρο 15 του Ν. 711/1977, άρθρο 2 του Ν. 642/1977, άρθρο 4 παρ. 13 του Ν. 2160/1993, άρθρο 4 του Ν. 3270/2004.

[41] Το ΠΔ όμως για την σύσταση των ΣΕΑΠ ακόμη δεν έχει εκδοθεί, οπότε στο άρθρο 9 παρ. 5 του Ν. 2040/1992 προβλέφθηκε ότι «μέχρι τη σύσταση και συγκρότηση των Σ.Ε.Α.Π. οι αλιευτικές προσφυγές ασκούνται ενώπιον του Συμβουλίου Αλιείας και εξετάζονται από αυτό». Εξάλλου με την ίδια διάταξη οι διαφορές που προκύπτουν από την αμφισβήτηση των πράξεων των ΣΕΑΠ και του Συμβουλίου Αλιείας συνιστούν διαφορές ουσίας («κατά των αποφάσεων των Σ.Ε.Α.Π. και του Συμβουλίου Αλιείας επιτρέπεται ουσιαστική προσφυγή στο διοικητικό πρωτοδικείο», άρθ. 9 παρ. 5 Ν. 2040/1992)

[42] ΣτΕ 43/2011, 2778/2005

[43] ΠΔ 121/2008 «Καθορισμός των υποχρεώσεων των ασφαλιστικών οργανισμών, των θεραπόντων και ελεγκτών ιατρών και των φαρμακοποιών, καθώς και των σχετικών κυρώσεων»

[44] ΣτΕ 972/2011, ΣτΕ (Ολομ) 3034-3054/2006

[45] ΣτΕ 1401/2009.

[46] Υπ΄ αριθ. 30727/4815/1971 απόφαση Υπουργού Εργασίας – ΦΕΚ Β΄ 661

[47] Ν. 3528/2007, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το άρθρο δεύτερο του Ν. 4057/2012 (ΦΕΚ Α 54 14.3.2012).

[48] ΣτΕ 2486/2008, 3061/2003, 2533/2001

[49] Πριν το Ν. 4057/2012 η ένσταση είχε κατ΄ εξαίρεση ανασταλτικό αποτέλεσμα μόνο για τις ποινές της προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού (βλ. άρθρο 141 παρ. 6 ΥΚ όπως ίσχυε μετά την αναδιατύπωση του με τη παρ.4 άρθρ.30 του Ν.3731/2008 –ομοίως και ΝΣΚ Ολομ56/2008)

[50] ΣτΕ 238/2007, βλ. σχετικά με τη θεμελίωση καθήκοντος ενημέρωσης το άρθρο 140 παρ. 4 ΥΚ «….Στον υπάλληλο γνωστοποιούνται επίσης τα ένδικα μέσα που δικαιούται να ασκήσει…» σε συνδυασμό με το άρθρο 16 του ΚΔδιαδ

[51] Βλ. σχετικά με το ζήτημα πότε ασκείται υποχρεωτικά ενδικοφανής προσφυγή κατά πειθαρχικών αποφάσεων τα ν.δ. 400/1973 (άρθρο 31) και ΠΔ 130/1984 (άρθρα 77 και 78) καθώς και τις αποφάσεις ΣτΕ 2737/2010, 4903/1995, 2304/1993, ΔιοικΕφΑθ 2060/2008, 654/2008 στις οποίες γίνεται διάκριση της αναφοράς παραπόνων που υποβάλλουν οι πειθαρχικώς τιμωρούμενοι στρατιωτικοί ως έχουσας ή μη ενδικοφανή χαρακτήρα αναλόγως του αν η επιβληθείσα ποινή είναι συνήθης ή καταστατική

[52] ΣτΕ (Ολομ) 2152/2000, ΔΕφΘεσσ 73/2000

[53] ΣτΕ 1264/1998, 3350/1996

[54] Οι πειθαρχικές αποφάσεις κατά του προσωπικού τη Αστυνομίας που επιβάλλουν οποιαδήποτε ποινή προσβάλλονται πάντοτε με αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Διοικητικού εφετείου (άρθ. 1 Ν. 702/1977), αφού οι αστυνομικοί ως στρατιωτικοί υπάλληλοι δεν απολαύουν της συνταγματικής προστασίας του άρθρου 103 του Συντάγματος και άρα δεν μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ουσίας (ΣτΕ 14/1998)

[55] ΣτΕ 2920/2002, ΔΕφΛαρ39/2001

[56] ΝΔ 935/1971 «Κατάσταση Οπλιτών Χωροφυλακής. Κατώτερα όργανα Πυροσβ. κ.λπ.»

[57] Οι ανήκοντες στο Πυροσβεστικό Σώμα θεωρούνται μόνιμοι πολιτικοί υπάλληλοι απολαύοντες της κατά το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος προστασίας και συνεπώς το ένδικο βοήθημα που ασκούν κατά αποφάσεων του Δευτεροβάθμιου Ανακριτικού Συμβουλίου που επιβάλλουν την πειθαρχική ποινή της απόταξης, έχει το χαρακτήρα προσφυγής ουσίας, για την  εκδίκαση της οποίας αρμόδιο είναι, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 του ν. 2944/2001, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 2690/2008, 1127/2005, 3971/2003)

[58] Βλ. σχετικά Ε. Πρεβεδούρου, «Η έννοια του δικαστικού  οργάνου στην πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», ΕΔΔΔΔ 2009, σ. 287επ.

[59] ΣτΕ 1926/2009, 2579/2009

[60] «Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως των περί Ιατρικού Συλλόγου και Πειθαρχικού Συμβουλίου διατάξεων του Α.Ν. 1565/1939» (Α΄ 225)

[61] Βλ. σχετικά το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 70 του ΒΔ του βασιλικού διατάγματος της 11ης Οκτωβρίου/7 Νοεμβρίου 1957 (Α’ 225), όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 27 παρ.1 και 2 του Ν. 4025/2011

[62] ΣτΕ 4043/2008.

[63] Σύμφωνα με την παρ. 3 του Ν. 1406/1983 οι διαφορές που αναφύονται εξαιτίας της αμφισβήτησης πειθαρχικών αποφάσεων επαγγελματικών συλλόγων συνιστούν διοικητικές διαφορές ουσίας και αρμόδιο είναι το κατά τόπον αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο που εξέδωσε την αρχική πειθαρχική απόφαση (βλ. και άρθρο 7 ΚΔΔ)

[64] Η απόρριψη της έφεσης δημιουργεί διαφορά ουσίας σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 περ. γ του Ν. 1406/1983, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίηση του με την παρ.4 άρθρ.29 Ν.2721/1999 με έναρξη ισχύος της από 16.9.1999 η οποία εισάγεται στο διοικητικό πρωτοδικείο του τόπου που εδρεύει το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο (άρθρο 7 ΚΔΔ).

[65] Βλ. σχετικά το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 15 του ν. 1384/1938, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 39 του Ν. 4025/2011 (ΦΕΚ Α 228 2.11.2011)

[66] ΠΔ 27 Νοεμ./14 Δεκ.//1926: Σύσταση Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος

[67] ΣτΕ 1373/2010, 3490/2009

[68] ΣτΕ 687/2011

[69] ΣτΕ 3231, 2987/2010, 513, 3388/2009

[70] Αντίθετα, άλλες πράξεις του δασάρχη με τις οποίες ανακαλούνται προηγούμενες πράξεις περί χαρακτηρισμού μίας έκτασης ως χορτολιβαδικής κλπ ή  άλλες αναρμοδίως  εκδιδόμενες  πράξεις  του δεν υπόκεινται στην ειδική ενδικοφανή διαδικασία και είναι προσβλητές ευθέως είτε με άτυπη διοικητική προσφυγή είτε με αίτηση ακύρωσης (ΣτΕ 2756/1994). Βλ. σχετικά και Κ. ΧΙΩΛΟΥ, «Η ειδική ενδικοφανής διαδικασία χαρακτηρισμού μίας εκτάσεως ως δασικής ή μη δασικής», ΝοΒ 1990, σ. 1270επ.

[71] ΣτΕ 1244/2008

[72] Άρθ. 4 παρ. 3 ΠΔ 267/1998, ΔΕφΘεσσ 4/2008

[73] Χ. Δετσαρίδης, «Η δικαστική προστασία του υπό απέλαση αλλοδαπού σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο και η εφαρμογή των κανόνων της ΕΣΔΑ (άρθρα 6 παρ. 1 και 13)», ΘΠΔΔ2009, σ. 385επ.

[74] Με το ΠΔ 114/2010 «Καθεστώς του πρόσφυγα: ενιαία διαδικασία σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς» (ΦΕΚ Α’ 195 της 22.11.2010) η Ελληνική  Δημοκρατία συμμορφώθηκε προς την Οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου “σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα” (L 326/13.12.2005).

[75] ΠΔ 220/2007 «Υποδοχή των αιτούντων άσυλο Προσαρμογή προς Οδηγ.2003/9/ΕΚ»

[76] Ν.4038/2012 (ΦΕΚ Α 14/2.2.2012)

[77] Με την ΠΟΛ 1152/5.6.2012 δίνεται η οδηγία σε όλες τις ΔΟΥ που εκδίδουν καταλογιστικές πράξεις να αναγραφούν σε αυτές τα εξής: «Σε περίπτωση αμφισβήτησης της παρούσας καταλογιστικής πράξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε., προβλέπεται, εντός εξήντα (60) ημερών από την επίδοση αυτής, η κατάθεση αίτησης μέσω της αρμόδιας φορολογικής αρχής στην Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών του άρθρου 70 Α του Κ.Φ.Ε., η οποία έχει το χαρακτήρα ενδικοφανούς προσφυγής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραπάνω διατάξεις. Η απόφαση της Επιτροπής στην ενδικοφανή προσφυγή εκδίδεται το αργότερο σε τέσσερις (4) μήνες από την περιέλευση της αίτησης σε αυτήν. Κατά της απόφασης αυτής είναι δυνατή η άσκηση προσφυγής, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.».

[78] Δ. Τσενές, «Ενδικοφανής προσφυγή, η αίτηση διοικητικής επίλυσης φορολογικής της διαφοράς. Το υπουργείο Οικονομικών τιμωρεί τον φορολογούμενο και δεν τον προστατεύει», ΔΦΝ 2012, σ. 563επ.

[79] Ν. 3982/2011: Απλοποίηση αδειοδότησης τεχν. επαγγελματικών & μεταποιητικών δραστηριοτήτων (ΦΕΚ Α΄ 143/17.06.2011)

 

[80] ΣτΕ 3550/1982

[81] ΣτΕ 3687/1983, 1749/1984, ΝΣΚ 285/2011

[82] ΣτΕ 1749/1984 «Ως απορριπτικαί πράξεις του Νομάρχου κατά των οποίων ασκείται η κατ’ άρθρ. 22 Ν. 669/ 77 προσφυγή νοούνται όχι μόνον αι ρητώς απορρίπτουσαι αίτημα υποβληθέν εις τον Νομάρχην, αλλά και εκείναι αι οποίαι, μολονότι μη αναφερομεναι, κατά την διατύπωσίν των, εις απόρριψιν αιτήματος, την περιέχουν αναγκαίως, ως εκ του περιεχομένου των…τούτο δύναται να συμβή και όταν την μίσθωσιν του αυτού λατομείου εζήτησαν πλείονες ενδιαφερόμενοι, οπότε η αποδοχή της αιτήσεως ενός εξ αυτών ενέχει αναγκαίως απόρριψιν της αιτήσεως των λοιπών….»

[83] Η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 227 παρ. 3 του Ν. 3852/2010 που καθιερώνει το απαράδεκτο του ενδίκου βοηθήματος σε περίπτωση μη άσκησης της προβλεπόμενης ειδικής  προσφυγής έχει ανασταλεί με το άρθρο 238 του ιδίου νόμου μέχρι να ιδρυθεί η αυτοτελής υπηρεσία ελέγχου νομιμότητας.

[84] Βλ. τελείως ενδεικτικά από την υφιστάμενη περιπτωσιολογία την «ένσταση» του άρθρου 12 του Ν. 1418/1984 περί δημοσίων έργων, τις «αντιρρήσεις» του άρθρου 14 παρ. 3 του Ν. 998/1979 περί προστασίας δασών και δασικών εκτάσεων, την «αίτηση αναθεώρησης» του άρθρου 25 παρ. 1 και 2 του ν.δ. 4114/1960 περί του ταμείου Νομικών κατά αποφάσεων του Δ.Σ. του ταμείου Νομικών περί απονομής σύνταξης ή άλλων παροχών, την «αίτηση θεραπείας» του άρθρου 12 του Ν. 1418/1984 περί δημοσίων έργων

[85] Βλ. ΣτΕ 3013/2008 όπου το Δικαστήριο για τη συγκεκριμένη κατηγορία πράξεων του ΔΟΑΤΑΠ που αφορούσαν τη διαπίστωση της βαθμολογικής αντιστοιχίας των αλλοδαπών τίτλων προς τη βαθμολογική κλίμακα των ελληνικών ΑΕΙ χαρακτήρισε την προβλεπόμενη «αίτηση επανεξέτασης» ως αίτηση θεραπείας και όχι ενδικοφανή προσφυγή στην οποία υπόκεινται οι λοιπές πράξεις. Συναφώς Σ. Βλαχόπουλος, «Η υποχρέωση της Διοίκησης να ενημερώνει τον ενδι­αφερόμενο σχετικά με τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις ασκήσεως ενδικοφα­νούς προσφυγής», ΔιΔικ, 1995, σ. 547 (552)

[86] E. Prevedourou, Les recours administratifs obligatoires, ο.π. σ. 109-111, Μ-Ε Παναγοπούλου, Οι προσφυγές κατά πράξεων της διοικήσεως, ο.π.,  σ. 112

[87] Χαρακτηριστικές είναι οι ακόλουθες περιπτώσεις: Στα ασφαλιστικά μέτρα του Ν. 3886/2010 ο επείγων χαρακτήρας εκτέλεσης μίας δημόσιας σύμβασης επιβάλλει την ταχεία εκκαθάριση της υπόθεσης και έτσι η οριζόμενη προθεσμία άσκησης της προβλεπόμενης υποχρεωτικής διοικητικής προσφυγής (προδικαστική προσφυγή) είναι 10 ήμερες. Αντίθετα, στο άρθρο 1 παρ.4 εδ. β΄ του ΑΝ 599/1968 για τη διευθέτηση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος των πολιτικών υπαλλήλων ως ζήτημα μείζονος σημασίας για τον ασφαλισμένο παρέχεται προθεσμία 1 έτους για την άσκηση ένστασης ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων.

[88] Βλ. ένσταση άρθρου 15 του ΠΔ 118/2007 για τις προμήθειες του Δημοσίου ή την υποχρέωση κοινοποίησης της αίτησης θεραπείας στον αρμόδιο Υπουργό σύμφωνα με το άρθρο 12 του Ν. 1418/1984 περί δημοσίων έργων

[89] Βλ. άρθρο 15 του ΠΔ 118/2007

[90] Βλ. συναφώς όσον αφορά την ενδικοφανή διαδικασία ενώπιον των Επιτροπών Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων, τις αποφάσεις ΣτΕ 4304/2010, 2829/2012, 4064/2012.

[91] E. Prevedourou, Les recours administratifs obligatoires, ο.π. σ. 210, Ομοίως και Λ. Κεράνη, ο.π. σ. 161. Την ανάγκη ανάθεσης της κρίσης επί ενδικοφανούς προσφυγής σε όργανα κείμενα εκτός της διοικητικής ιεραρχίας επιχείρησε να υλοποιήσει άρθρο 68 του Σχεδίου Νόμου για την επιτάχυνση της δίκης που τέθηκε στη δημόσια διαβούλευση στις 14.12.2011 (www.opengov.gr), χωρίς τελικά, όπως προαναφέρθηκε, η σχετική ρύθμιση να ενσωματωθεί στο τελικό νομοσχέδιο.

[92] Steinbeiß-Winkelmann/Ott, Das Widerspruchsverfahren als Voraussetzung des Gerichtszugangs in VwGO, FGO und SGG, όπ.π., σ. 919.

Διαδωστε τα νέα του Συνδέσμου